γιδοπρόβατα, τα


• με τα λιγοστά γιδοπρόβατα που του είχαν απομείνει  °  mit den wenigen Schafen und Ziegen, die ihm noch geblieben waren   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΓΗ, η...γη, η 1. Grundbedeutungen: a) die Erde / die Welt [sc. der Planet Erde] b) die Erde / der Boden 2. κατά γης [bzw.] καταγής:...
  • ΓΙΑ...για Übersicht: 1. allgemein zur Verwendung 2. για πού 3. για πότε 4. για τι άλλο 5. Beispiele für die falsche Verwendung von για 6. για να: s....
  • ΓΙΑ ΝΑ...για να 1. allgemein zur Verwendung: a) [Νίκη]:...
  • ΓΙΑΓΚΙΝΙ, το...γιαγκίνι, το • Στο γιαγκίνι όπου άναψε ο πόλεμος μπαίνουμε τώρα και μεις. Ins Feuer, das der Krieg entfacht hat, geraten jetzt auch wir....
  • ΓΙΑΛΟΣ, ο...γιαλός, ο 1. Grundbedeutung: a) το κομμάτι της ξηράς που εκτείνεται κατά μήκος της θάλασσας [ΛΚΝ] // der Strand [Pons online], die Küste π.χ.:...
  • ΓΙΑΝΝΑΚΙΑ, τα...γιαννάκια, τα = αγύμναστοι νεοσύλλεκτοι / raw recruits (= unausgebildete Rekruten) ...
  • ΓΙΑΝΝΗΣ, ο...Γιάννης, ο 1. τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα ([auch:] τι έχεις Γιάννη, τ’ είχα πάντα*): (ως σχόλιο) για την παραμονή κάποιου στην ίδια κατάσταση, σε ό,...
  • ΓΙΑΝΤΑ...γιάντα = warum [Fragewort] [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] ...
  • ΓΙΑΤΙ...γιατί 1. Grundbedeutungen: a) [Fragewort]: warum? b) [Konjunktion]: weil Hinsichtlich der Verwendung als Konjunktion vgl. Μάνεσης, S. 63,...
  • ΓΙΑΧΝΙ ΣΟΚΑΚΙ, το...Γιαχνί σοκάκι,...
Nachher:
  • ΓΙΝΑΤΙ, το...γινάτι, το 1. Grundbedeutung: der Trotz 2. Το γινάτι βγάζει μάτι. ° Die Sturheit geht ins Auge. (Seelisch und geistig unbewegli­che Menschen neigen dazu,...
  • ΓΙΝΟΜΑΙ...γίνομαι Übersicht: 1. Zur Grammatik 2. Grundbedeutungen 3.1. τι γίνεσαι; (τι γίνεται; / ...) [bzw.] 3.2. τι γίνεται; 4. τι έγινε; 5. τι θα γίνει 6. και ό,...
  • ΓΙΝΩ (θα, να, ...)...γίνω (θα, να, ...) s. γίνομαι ...
  • ΓΙΟΥΝΙΣΕΞ...γιούνισεξ • ένας υπάλληλος καταστήματος ρουχισμού γιούνισεξ • "Και τώρα πια με ρούχα γιούνισεξ / σε βρίσκω σε ηλεκτρόνικα υπόγεια" [Φώντας Λάδης:...
  • ΓΚΑΖΙ, το...γκάζι, το ρίχνω τα γκάζια μου ° γκαζώνω, επιταχύνω [ΑΓΝ, σ. 24] ...
  • ΓΚΑΦΑ, η...γκάφα, η • Η Αυστρία, χάρη στις πολιτικές της γκάφες, κατάφερε να [...] ° Österreich hat durch seine politischen Blamagen erreicht,...
  • ΓΚΕΜΙ, το...γκέμι, το • ο Ησύχιος [...] τράβηξε τα γκέμια για να σταματήσει το άλογο ° [der am Kutschbock sitzende] Hesychios [...] straffte die Zügel,...
  • ΓΚΙΟΥΛΜΠΑΧΑΡ, η [bzw.] ΓΚΙΟΥΛ-ΜΠΑΧΑΡ, η...Γκιουλμπαχάρ, η [bzw.] Γκιουλ-Μπαχάρ, η Παραδίπλα [...] είναι [...] ο τάφος της πανέμορφης Μαρίας Γκιουλμπαχάρ, (ρόδο της άνοιξης),...
  • ΓΚΟΜΕΝΑ, η [bzw.] ΓΚΟΜΕΝΟΣ, ο...γκόμενα, η [bzw.] γκόμενος, ο 1. Beispiele: • Το καλύτερο θα είναι να αρχίσεις να μην τις αποκαλείς πια γκόμενες. Am besten fängst du damit an,...