SONNENSCHEIN, der
1) η λιακάδα
2) η ηλιοφάνεια:
• Morgen werden wird Sonnenschein haben, der aber von klirrender Kälte begleitet sein wird. ° Aύριο θα έχουμε ηλιοφάνεια, που θα συνοδεύεται όμως από τσουχτερό κρύο.
• Länder mit begrenztem (eingeschränktem) Sonnenschein im Winter ° χώρες με περιορισμένη ηλιοφάνεια τον χειμώνα
Weitere Wörter:
Vorher
- SONNENBRAND, der... 1) το κάψιμο (από τον ήλιο): • Sie drückte das [kühle] Glas an ihre Wange und genoss das Kältegefühl,...
- SONNENBRILLE, die... = τα γυαλιά ηλίου: • meine Sonnenbrille ° τα γυαλιά ηλίου μου ...
- SONNENCREME, die... s. unter Sonnenschutz+ ...
- SONNENDACH, das... [aufrollbar; über einem Balkon] = η τέντα ...
- SONNENEINSTRAHLUNG, die... s. unter Sonnenbestrahlung, die ...
- SONNENENERGIE, die... (Solarenergie, die) = η ηλιακή ενέργεια ...
- SONNENFINSTERNIS, die... = η έκλειψη (του) ηλίου ...
- SONNENLICHT, das... 1) το φως του ήλιου (auch: το φως του ηλίου) 2) το ηλιακό φως 3) Sonstiges: • Die Sonne sank (ging unter),...
- SONNENMILCH, die... s. unter Sonnenschutz+ ...
- SONNENÖL, das... s. unter Sonnenschutz+ ...
Nachher:
- SONNENSCHIRM, der... 1) η ομπρέλα ηλίου: • der Sonnenschirm [den eine Frau in der Hand hält] ° η ομπρέλα ηλίου 2) Sonstiges: • der Sonnenschirm [wie er zB....
- SONNENSCHUTZ+... 1) der Sonnenschutzfaktor ° ο δείκτης προστασίας:...
- SONNENSTICH, der... = η ηλίαση: • Du wirst einen Sonnenstich bekommen, so wie du (= wenn du so) herumläufst. ° Θα πάθεις ηλίαση έτσι που τριγυρνάς....
- SONNENSTRAHL, der... 1) η ακτίνα του ήλιου (auch: η ακτίνα του ηλίου) // η ηλιακή ακτίνα:...
- SONNENTERRASSE, die... [zB. eines Hotels] = η βεράντα ηλιοθεραπείας [DF+GF aus: Hueber-Gastro] ...
- SONNENUNTERGANG, der... 1) η δύση (του ήλιου / του ηλίου) 2) το ηλιοβασίλεμα ...
- SONNIG... 1) ηλιόλουστος, -η, -ο: • es war ein sonniger,...
- SONNTAG, der... = η Κυριακή ...
- SONST... Übersicht: 1) [iS von: andernfalls] 2) [iS von: davon abgesehen / im Übrigen] 3) [iS von:...