SONNENSTRAHL, der
1) η ακτίνα του ήλιου (auch: η ακτίνα του ηλίου) // η ηλιακή ακτίνα:
• die warmen Sonnenstrahlen ° οι ζεστές ακτίνες του ήλιου
• die Sonnenstrahlen ° οι ηλιακές ακτίνες
2) η αχτίδα ήλιου:
• ein Sonnenstrahl ° μια αχτίδα ήλιου
3) [literarisch]: η ηλιαχτίδα:
• Durch die Buchen fielen die letzten Sonnenstrahlen. ° Μέσα από τις οξιές έπεσαν οι τελευταίες ηλιαχτίδες.
Weitere Wörter:
Vorher
- SONNENEINSTRAHLUNG, die... s. unter Sonnenbestrahlung, die ...
- SONNENENERGIE, die... (Solarenergie, die) = η ηλιακή ενέργεια ...
- SONNENFINSTERNIS, die... = η έκλειψη (του) ηλίου ...
- SONNENLICHT, das... 1) το φως του ήλιου (auch: το φως του ηλίου) 2) το ηλιακό φως 3) Sonstiges: • Die Sonne sank (ging unter),...
- SONNENMILCH, die... s. unter Sonnenschutz+ ...
- SONNENÖL, das... s. unter Sonnenschutz+ ...
- SONNENSCHEIN, der... 1) η λιακάδα 2) η ηλιοφάνεια: • Morgen werden wird Sonnenschein haben, der aber von klirrender Kälte begleitet sein wird....
- SONNENSCHIRM, der... 1) η ομπρέλα ηλίου: • der Sonnenschirm [den eine Frau in der Hand hält] ° η ομπρέλα ηλίου 2) Sonstiges: • der Sonnenschirm [wie er zB....
- SONNENSCHUTZ+... 1) der Sonnenschutzfaktor ° ο δείκτης προστασίας:...
- SONNENSTICH, der... = η ηλίαση: • Du wirst einen Sonnenstich bekommen, so wie du (= wenn du so) herumläufst. ° Θα πάθεις ηλίαση έτσι που τριγυρνάς....
Nachher:
- SONNENTERRASSE, die... [zB. eines Hotels] = η βεράντα ηλιοθεραπείας [DF+GF aus: Hueber-Gastro] ...
- SONNENUNTERGANG, der... 1) η δύση (του ήλιου / του ηλίου) 2) το ηλιοβασίλεμα ...
- SONNIG... 1) ηλιόλουστος, -η, -ο: • es war ein sonniger,...
- SONNTAG, der... = η Κυριακή ...
- SONST... Übersicht: 1) [iS von: andernfalls] 2) [iS von: davon abgesehen / im Übrigen] 3) [iS von:...
- SOOFT... 1) όσες φορές: • Sooft ich (Immer wenn ich / Jedes Mal, wenn ich) im Belvedere-Garten sitze, [...] ° Όσες φορές κάθομαι στον κήπο του Μπελβεντέρε [......
- SOPRAN, der... 1) [Stimm- bzw. Tonlage]: η σοπράνο 2) der Sopran / die Sopranistin [sc. eine Sängerin der entsprechenden Stimmlage]: a) η σοπράνο:...
- SOPRAN+... • Maria hatte eine prächtige Sopranstimme ° η Μαρία είχε μια υπέροχη φωνή σοπράνο ...
- SOPRANISTIN, die... s. Sopran, der (Z 2) ...