-SPRACHIG


1) -γλωσσος, -η, -ο:

• das deutschsprachige schweizer(ische) Fernsehen  °  η γερμανόγλωσση ελβετική τηλεόραση

• die deutschsprachigen Leser oder Hörer  °  οι γερμανόγλωσσοι αναγνώστες ή ακροατές

• griechischsprachige (Fach-)Literatur [zu ein bestimmten Thema]  °  ελληνόγλωσση βιβλιογραφία


2) -φωνος, -η, -ο:

• das deutschsprachige Publikum  °  το γερμανόφωνο κοινό

• die deutschsprachigen Länder Europas  °  οι γερμανόφωνες χώρες της Ευρώπης

• die englischsprachige Zeitung "Teheran Times"  °  η αγγλόφωνη εφημερίδα "Τέχεραν Τάιμς"

• die englischsprachigen Bücher  °  τα αγγλόφωνα βιβλία

• französischsprachige [sc.: französischsprachiger Teil der] Schweiz  °  γαλλόφωνη Ελβετία

• die italienischsprachigen Vorstellungen der Oper  °  οι ιταλόφωνες παραστάσεις της Όπερας


Weitere Wörter: