-STÜNDIG


• vierstündige Arbeitsniederlegungen  °  τετράωρες (4ωρες) στάσεις εργασίας

• die fünfstündige Reise  °  το πεντάωρο ταξίδι

• nach einer einsndigen Fahrt (nach einer Stunde Fahrt) kamen wir im Dorf an  °  ύστερα από μιας ώρας διαδρομή φτάσαμε στο χωριό


Weitere Wörter:

Vorher