-TÄGIG


• der eintägige Ausflug (= der Tagesausflug)  °  η μονοήμερη εκδρομή

• ein zweitägiger Ausflug  °  μια διήμερη εκδρομή

• dreitägig  °  τριήμερος, -η, -ο

• sechstägig  °  εξαήμερος, -η, -ο

• neuntägig  °  εννεαήμερος, -η, -ο

• 7-tägige (12-tägige) Ausflüge  °  7ήμερες (12ήμερες) εκδρομές


Weitere Wörter:

Vorher