ROSTFREI

[sc. nicht rostend]


=  ανοξείδωτος, -η, -ο *  [bzw.]  ανοξίδωτος, -η, -ο ** :

*[Schreibweise lt. ΛΚΝ] // **[Schreibweise lt. ΛΜΠ]

• aus rostfreiem Stahl  °  από ανοξείδωτο ατσάλι


Weitere Wörter:

Vorher
  • RÖNTGENOLOGE, der / RÖNTGENOLOGIN, die... (Röntgenfacharzt, der / Röntgenfachärztin,...
  • ROSA... [Farbe] = ροζ ...
  • ROSAROT... vgl. rosa [bzw.] rosig ...
  • ROSE, die... = το τριαντάφυλλο // το ρόδο ...
  • ROSENKAVALIER, der... (= "Der Rosenkavalier") [Oper von Richard Strauss] = "Ο Ιππότης με το ρόδο" * // "Ο Ιππότης με το τριαντάφυλλο" *[bzw. auch:...
  • ROSENMONTAG, der... = η Καθαρή Δευτέρα ...
  • ROSIG... • er hat rosige Pausbacken ° έχει ροδοκόκκινα φουσκωμένα μαγουλάκια * • er hat rosige Pausbacken ° έχει μάγουλα φουσκωτά και ροδαλά * *[Anm.:...
  • ROSINE, die... = η σταφίδα (Pl.: οι σταφίδες) [vgl.: die Weintraube = το σταφύλι ] ...
  • ROST, der... [der sich als Folge von Feuchtigkeit auf Metallflächen bildet] = η σκουριά ...
  • RÖSTEN... 1) (ξερο)ψήνω: • ein gerösteter Maiskolben ° ένα ψημένο καλαμπόκι • Wir essen [= man isst] sie warm geröstet oder gekocht. [sc....
Nachher:
  • ROSTSCHUTZ, der... [zB. beim Auto] = η αντισκωριακή προστασία ...
  • ROSTSCHUTZ+... - das Rostschutzmittel ° το αντισκωριακό: [Anm.: vgl.: το αντισκορικό ° das Mottenschutzmittel] • Die neuen Rostschutzmittel [Anm.: hier eigentlich:...
  • ROT... 1) κόκκινος, -η, -ο [+ Ableitungen]:...
  • ROTARIER, der... = ο ροταριανός (Pl.: οι ροταριανοί) ...
  • ROTARIER+ [bzw.] ROTARY+... • der Rotary-Club [bzw.] der Rotarier-Club ° το κλαμπ των ροταριανών ...
  • ROTATION, die... [zB. bei der Ausübung eines Amtes (sc. periodischer Wechsel des Amtsinhabers)] = η (κυκλική) εναλλαγή ...
  • ROTBRAUN... 1) κοκκινοκάστανος, -η, -ο [bzw.] καστανοκόκκινος, -η, -ο:...
  • RÖTELN, die... [Infektionskrankheit] = η ερυθρά: • ich habe (die) Röteln ° έχω ερυθρά ...
  • ROTHAARIG... • die Rothaarigen [sc.: die rothaarigen Frauen] ° οι κοκκινομάλλες ...