ROTBRAUN


1) κοκκινοκάστανος, -η, -ο  [bzw.]  καστανοκόκκινος, -η, -ο:

• sein rotbraunes Haar  °  τα κοκκινοκάστανα μαλλιά του

• ihre rotbraunen Locken  °  οι καστανοκόκκινες μπούκλες των μαλλιών της


2) καφεκόκκινος, -η, -ο:

• das rotbraune Fell [des Hundes]  °  το καφεκόκκινο τρίχωμα

• rotbraunes Laub bedeckte die Wege  °  καφεκόκκινες φυλλωσιές σκέπαζαν τα μονοπάτια


Weitere Wörter:

Vorher
  • ROSINE, die... = η σταφίδα (Pl.: οι σταφίδες) [vgl.: die Weintraube = το σταφύλι ] ...
  • ROST, der... [der sich als Folge von Feuchtigkeit auf Metallflächen bildet] = η σκουριά ...
  • RÖSTEN... 1) (ξερο)ψήνω: • ein gerösteter Maiskolben ° ένα ψημένο καλαμπόκι • Wir essen [= man isst] sie warm geröstet oder gekocht. [sc....
  • ROSTFREI... [sc. nicht rostend] = ανοξείδωτος, -η, -ο * [bzw.] ανοξίδωτος, -η, -ο ** : *[Schreibweise lt. ΛΚΝ] // **[Schreibweise lt....
  • ROSTSCHUTZ, der... [zB. beim Auto] = η αντισκωριακή προστασία ...
  • ROSTSCHUTZ+... - das Rostschutzmittel ° το αντισκωριακό: [Anm.: vgl.: το αντισκορικό ° das Mottenschutzmittel] • Die neuen Rostschutzmittel [Anm.: hier eigentlich:...
  • ROT... 1) κόκκινος, -η, -ο [+ Ableitungen]:...
  • ROTARIER, der... = ο ροταριανός (Pl.: οι ροταριανοί) ...
  • ROTARIER+ [bzw.] ROTARY+... • der Rotary-Club [bzw.] der Rotarier-Club ° το κλαμπ των ροταριανών ...
  • ROTATION, die... [zB. bei der Ausübung eines Amtes (sc. periodischer Wechsel des Amtsinhabers)] = η (κυκλική) εναλλαγή ...
Nachher:
  • RÖTELN, die... [Infektionskrankheit] = η ερυθρά: • ich habe (die) Röteln ° έχω ερυθρά ...
  • ROTHAARIG... • die Rothaarigen [sc.: die rothaarigen Frauen] ° οι κοκκινομάλλες ...
  • ROTHAUT, die... [als abschätzige Bezeichnung des Indianers] = ο ερυθρόδερμος ...
  • ROTKÄPPCHEN, das... [Märchenfigur] = η Κοκκινοσκουφίτσα ...
  • RÖTLICH... = κοκκινωπός, -ή, -ό: • ihr [Marias] rötliches Haar ° τα κοκκινωπά της μαλλιά ...
  • ROTTERDAM... [Hafen und zweitgrößte Stadt der Niederlande] = το Ρότερνταμ ...
  • ROTWEIN, der... = το ερυθρό κρασί // το κόκκινο κρασί ...
  • ROTWEISS (rotweiß) [bzw.] ROT-WEISS (rot-weiß)... s. unter rot (Z 1) ...
  • ROULETTE, das... [sc. das Roulettespiel] = η ρουλέτα [bzw.] η ρουλέττα ...