ROTWEISS (rotweiß) [bzw.] ROT-WEISS (rot-weiß)


s. unter rot (Z 1)


Weitere Wörter:

Vorher
  • ROTARIER+ [bzw.] ROTARY+... • der Rotary-Club [bzw.] der Rotarier-Club ° το κλαμπ των ροταριανών ...
  • ROTATION, die... [zB. bei der Ausübung eines Amtes (sc. periodischer Wechsel des Amtsinhabers)] = η (κυκλική) εναλλαγή ...
  • ROTBRAUN... 1) κοκκινοκάστανος, -η, -ο [bzw.] καστανοκόκκινος, -η, -ο:...
  • RÖTELN, die... [Infektionskrankheit] = η ερυθρά: • ich habe (die) Röteln ° έχω ερυθρά ...
  • ROTHAARIG... • die Rothaarigen [sc.: die rothaarigen Frauen] ° οι κοκκινομάλλες ...
  • ROTHAUT, die... [als abschätzige Bezeichnung des Indianers] = ο ερυθρόδερμος ...
  • ROTKÄPPCHEN, das... [Märchenfigur] = η Κοκκινοσκουφίτσα ...
  • RÖTLICH... = κοκκινωπός, -ή, -ό: • ihr [Marias] rötliches Haar ° τα κοκκινωπά της μαλλιά ...
  • ROTTERDAM... [Hafen und zweitgrößte Stadt der Niederlande] = το Ρότερνταμ ...
  • ROTWEIN, der... = το ερυθρό κρασί // το κόκκινο κρασί ...
Nachher:
  • ROULETTE, das... [sc. das Roulettespiel] = η ρουλέτα [bzw.] η ρουλέττα ...
  • ROUTE, die... 1) το δρομολόγιο:...
  • ROUTINE, die... = η ρουτίνα ...
  • ROUTINE+... • Routinearbeiten / Routinetätigkeiten ° εργασίες ρουτίνας ...
  • RUANDA... = η Ρουάντα ...
  • RUBBELLOS, das... [sc. das Rubbellos als solches bzw. die Institution "Rubbellos"] = το "Ξυστό" * (Gen.: του "Ξυστού" [bzw. auch:...
  • RUBBELN... • das Rubbeln [bei sog. Rubbellosen] ° το ξύσιμο (Gen.: του ξυσίματος) ...
  • RÜBE, die... • Roter-Rüben-Salat ° παντζαροσαλάτα // πα(ν)τζάρια σαλάτα ...
  • RUBEL, der... [russische Währung] = το ρούβλι (Gen.: του ρουβλίου) ...