ROTTERDAM
[Hafen und zweitgrößte Stadt der Niederlande]
= το Ρότερνταμ
Weitere Wörter:
Vorher
- ROT... 1) κόκκινος, -η, -ο [+ Ableitungen]:...
- ROTARIER, der... = ο ροταριανός (Pl.: οι ροταριανοί) ...
- ROTARIER+ [bzw.] ROTARY+... • der Rotary-Club [bzw.] der Rotarier-Club ° το κλαμπ των ροταριανών ...
- ROTATION, die... [zB. bei der Ausübung eines Amtes (sc. periodischer Wechsel des Amtsinhabers)] = η (κυκλική) εναλλαγή ...
- ROTBRAUN... 1) κοκκινοκάστανος, -η, -ο [bzw.] καστανοκόκκινος, -η, -ο:...
- RÖTELN, die... [Infektionskrankheit] = η ερυθρά: • ich habe (die) Röteln ° έχω ερυθρά ...
- ROTHAARIG... • die Rothaarigen [sc.: die rothaarigen Frauen] ° οι κοκκινομάλλες ...
- ROTHAUT, die... [als abschätzige Bezeichnung des Indianers] = ο ερυθρόδερμος ...
- ROTKÄPPCHEN, das... [Märchenfigur] = η Κοκκινοσκουφίτσα ...
- RÖTLICH... = κοκκινωπός, -ή, -ό: • ihr [Marias] rötliches Haar ° τα κοκκινωπά της μαλλιά ...
Nachher:
- ROTWEIN, der... = το ερυθρό κρασί // το κόκκινο κρασί ...
- ROTWEISS (rotweiß) [bzw.] ROT-WEISS (rot-weiß)... s. unter rot (Z 1) ...
- ROULETTE, das... [sc. das Roulettespiel] = η ρουλέτα [bzw.] η ρουλέττα ...
- ROUTE, die... 1) το δρομολόγιο:...
- ROUTINE, die... = η ρουτίνα ...
- ROUTINE+... • Routinearbeiten / Routinetätigkeiten ° εργασίες ρουτίνας ...
- RUANDA... = η Ρουάντα ...
- RUBBELLOS, das... [sc. das Rubbellos als solches bzw. die Institution "Rubbellos"] = το "Ξυστό" * (Gen.: του "Ξυστού" [bzw. auch:...
- RUBBELN... • das Rubbeln [bei sog. Rubbellosen] ° το ξύσιμο (Gen.: του ξυσίματος) ...