ROTARIER+ [bzw.] ROTARY+


• der Rotary-Club [bzw.] der Rotarier-Club  °  το κλαμπ των ροταριανών


Weitere Wörter:

Vorher
  • ROSENMONTAG, der... = η Καθαρή Δευτέρα ...
  • ROSIG... • er hat rosige Pausbacken ° έχει ροδοκόκκινα φουσκωμένα μαγουλάκια * • er hat rosige Pausbacken ° έχει μάγουλα φουσκωτά και ροδαλά * *[Anm.:...
  • ROSINE, die... = η σταφίδα (Pl.: οι σταφίδες) [vgl.: die Weintraube = το σταφύλι ] ...
  • ROST, der... [der sich als Folge von Feuchtigkeit auf Metallflächen bildet] = η σκουριά ...
  • RÖSTEN... 1) (ξερο)ψήνω: • ein gerösteter Maiskolben ° ένα ψημένο καλαμπόκι • Wir essen [= man isst] sie warm geröstet oder gekocht. [sc....
  • ROSTFREI... [sc. nicht rostend] = ανοξείδωτος, -η, -ο * [bzw.] ανοξίδωτος, -η, -ο ** : *[Schreibweise lt. ΛΚΝ] // **[Schreibweise lt....
  • ROSTSCHUTZ, der... [zB. beim Auto] = η αντισκωριακή προστασία ...
  • ROSTSCHUTZ+... - das Rostschutzmittel ° το αντισκωριακό: [Anm.: vgl.: το αντισκορικό ° das Mottenschutzmittel] • Die neuen Rostschutzmittel [Anm.: hier eigentlich:...
  • ROT... 1) κόκκινος, -η, -ο [+ Ableitungen]:...
  • ROTARIER, der... = ο ροταριανός (Pl.: οι ροταριανοί) ...
Nachher:
  • ROTATION, die... [zB. bei der Ausübung eines Amtes (sc. periodischer Wechsel des Amtsinhabers)] = η (κυκλική) εναλλαγή ...
  • ROTBRAUN... 1) κοκκινοκάστανος, -η, -ο [bzw.] καστανοκόκκινος, -η, -ο:...
  • RÖTELN, die... [Infektionskrankheit] = η ερυθρά: • ich habe (die) Röteln ° έχω ερυθρά ...
  • ROTHAARIG... • die Rothaarigen [sc.: die rothaarigen Frauen] ° οι κοκκινομάλλες ...
  • ROTHAUT, die... [als abschätzige Bezeichnung des Indianers] = ο ερυθρόδερμος ...
  • ROTKÄPPCHEN, das... [Märchenfigur] = η Κοκκινοσκουφίτσα ...
  • RÖTLICH... = κοκκινωπός, -ή, -ό: • ihr [Marias] rötliches Haar ° τα κοκκινωπά της μαλλιά ...
  • ROTTERDAM... [Hafen und zweitgrößte Stadt der Niederlande] = το Ρότερνταμ ...
  • ROTWEIN, der... = το ερυθρό κρασί // το κόκκινο κρασί ...