SUPERMACHT, die


=  η υπερδύναμη  (Pl.: die Supermächte = οι υπερδυνάμεις)


Weitere Wörter:

Vorher
  • SUMMEN... 1) [Geräusch (zB. von Bienen) (→ intransitiv)]: a) βουίζω: • [...], während die Bienen rings um mich zwischen den Blumen summten ° [...],...
  • SUMMTON, der... = το βουητό: • Wenn du einen Summton hörst, drücken. [Hinweis über die Gegensprechanlage an je­man­den,...
  • SÜNDE, die... = η αμαρτία ...
  • SÜNDENBOCK, der... [metaphorischer Ausdruck] = ο αποδιοπομπαίος τράγος ...
  • SÜNDTEUER... = πανάκριβος, -η, -ο ...
  • SUNNIT, der / SUNNITIN, die... 1) der Sunnit ° ο σουνίτης (bzw. ο Σουνίτης) (Pl.: οι σουνίτες / Gen.: των σουνιτών) 2) die Sunnitin ° ......
  • SUNNITISCH... 1) [personenbezogen]: σουνίτης / …. : • sunnitische Moslems ° σουνίτες μουσουλμάνοι • der sunnitischen Araber [Gen....
  • SUPER... • Super! (Prima! / Sehr gut!) ° Υπέροχα!...
  • SUPERBENZIN, das... = η βενζίνη σούπερ ...
  • SUPERLEICHT... [iS von: kinderleicht, ganz einfach; zB. die Bedienung eines Gerätes] = πανεύκολος, -η, -ο ...
Nachher:
  • SUPERMARKT, der... [zB. für Lebensmitteleinkäufe] 1) το σούπερ-μάρκετ [bzw.] το σουπερμάρκετ [bzw....
  • SUPERVISOR, der / SUPERVISORIN, die... 1) der Supervisor ° ο επιτηρητής [DF+GF aus: Hueber-Gastro] 2) die Supervisorin ° …. ...
  • SUPPE, die... 1.1) η σούπα [bzw.] 1.2) [bei zusammengesetzten Begriffen]: η -σουπα:...
  • SUPPEN+... 1) die Suppenschüssel ° η σουπιέρα 2) der Suppenteller ° το πιάτο της σούπας:...
  • SUPRANATIONAL... = υπερεθνικός, -ή, -ό:...
  • SURFBRETT, das... = η ιστιοσανίδα // η σανίδα του σερφ ...
  • SURFEN... 1) [Wassersport]: a) κάνω σέρφινγκ b) das Surfen (das Surfing) ° το σέρφινγκ 2) [Seiten im Internet aufrufen]: a) σερφάρω:...
  • SURFER, der / SURFERIN, die... [am Wasser] 1) der Surfer ° ο σέρφερ 2) die Surferin ° η σέρφερ ...
  • SURREALISMUS, der... = ο σουρεαλισμός * // ο υπερρεαλισμός [synonym (lt. ΛΜΠ und ΛΚΝ)**] *[so die Schreibweise lt. ΛΜΠ und ΛΚΝ; gebräuchlich aber auch:...