SURFER, der / SURFERIN, die

[am Wasser]


1) der Surfer  °  ο σέρφερ

2) die Surferin  °  η σέρφερ


Weitere Wörter:

Vorher
  • SUPERBENZIN, das... = η βενζίνη σούπερ ...
  • SUPERLEICHT... [iS von: kinderleicht, ganz einfach; zB. die Bedienung eines Gerätes] = πανεύκολος, -η, -ο ...
  • SUPERMACHT, die... = η υπερδύναμη (Pl.: die Supermächte = οι υπερδυνάμεις) ...
  • SUPERMARKT, der... [zB. für Lebensmitteleinkäufe] 1) το σούπερ-μάρκετ [bzw.] το σουπερμάρκετ [bzw....
  • SUPERVISOR, der / SUPERVISORIN, die... 1) der Supervisor ° ο επιτηρητής [DF+GF aus: Hueber-Gastro] 2) die Supervisorin ° …. ...
  • SUPPE, die... 1.1) η σούπα [bzw.] 1.2) [bei zusammengesetzten Begriffen]: η -σουπα:...
  • SUPPEN+... 1) die Suppenschüssel ° η σουπιέρα 2) der Suppenteller ° το πιάτο της σούπας:...
  • SUPRANATIONAL... = υπερεθνικός, -ή, -ό:...
  • SURFBRETT, das... = η ιστιοσανίδα // η σανίδα του σερφ ...
  • SURFEN... 1) [Wassersport]: a) κάνω σέρφινγκ b) das Surfen (das Surfing) ° το σέρφινγκ 2) [Seiten im Internet aufrufen]: a) σερφάρω:...
Nachher:
  • SURREALISMUS, der... = ο σουρεαλισμός * // ο υπερρεαλισμός [synonym (lt. ΛΜΠ und ΛΚΝ)**] *[so die Schreibweise lt. ΛΜΠ und ΛΚΝ; gebräuchlich aber auch:...
  • SURREALIST, der / SURREALISTIN, die... 1) der Surrealist ° ο σουρεαλιστής * // ο υπερρεαλιστής [synonym (lt....
  • SURREALISTISCH... 1) [personenbezogen]: σουρεαλιστής * [bzw.] υπερρεαλιστής / σουρεαλίστρια * [bzw.] υπερρεαλίστρια:...
  • SUSHI, das... [japanische Speise mit Reis und rohem Fisch] = το σούσι ...
  • SUSPENDIEREN... 1) (vom Dienst) supendieren: a) θέτω σε διαθεσιμότητα: • auch wenn (= auch auf die Gefahr hin, dass) sie mich [sc....
  • SUSPENDIERUNG, die... 1) [vom Dienst]: η διαθεσιμότητα: • Ich [Spitalsarzt] kann nicht arbeiten,...
  • SÜSS (süß)... = γλυκός, -ιά, -ό (Adverb: γλυκά): • Der Tod ist umso bitterer, je süßer das Leben ist. ° Ο θάνατος είναι τόσο πιο πικρός, όσο πιο γλυκιά είναι η ζωή....
  • SÜSSIGKEIT (Süßigkeit), die... = το γλυκό (meist Pl.: die Süßigkeiten = τα γλυκά) [vgl. auch Süßwaren, die] ...
  • SÜSSLICH (süßlich)... = γλυκερός, -ή, -ό: • ein falsches (verlogenes) süßliches Lächeln ° ένα ψεύτικο γλυκερό χαμόγελο ...