SURREALISTISCH
1) [personenbezogen]: σουρεαλιστής * [bzw.] υπερρεαλιστής / σουρεαλίστρια * [bzw.] υπερρεαλίστρια:
• surrealistische Dichter ° σουρεαλιστές ποιητές [bzw.] υπερρεαλιστές ποιητές
2) [sachbezogen]: σουρεαλιστικός, -ή, -ό * // υπερρεαλιστικός, -ή, -ό [synonym (lt. ΛΜΠ und ΛΚΝ)]
• die surrealistischen Texte André Bretons ° τα υπερρεαλιστικά κείμενα του André Breton
*[so die Schreibweise lt. ΛΜΠ und ΛΚΝ; aber auch gelesen: σουρρεαλιστής / σουρρεαλίστρια // σουρρεαλιστικός, -ή, -ό] |
Weitere Wörter:
Vorher
- SUPERMARKT, der... [zB. für Lebensmitteleinkäufe] 1) το σούπερ-μάρκετ [bzw.] το σουπερμάρκετ [bzw....
- SUPERVISOR, der / SUPERVISORIN, die... 1) der Supervisor ° ο επιτηρητής [DF+GF aus: Hueber-Gastro] 2) die Supervisorin ° …. ...
- SUPPE, die... 1.1) η σούπα [bzw.] 1.2) [bei zusammengesetzten Begriffen]: η -σουπα:...
- SUPPEN+... 1) die Suppenschüssel ° η σουπιέρα 2) der Suppenteller ° το πιάτο της σούπας:...
- SUPRANATIONAL... = υπερεθνικός, -ή, -ό:...
- SURFBRETT, das... = η ιστιοσανίδα // η σανίδα του σερφ ...
- SURFEN... 1) [Wassersport]: a) κάνω σέρφινγκ b) das Surfen (das Surfing) ° το σέρφινγκ 2) [Seiten im Internet aufrufen]: a) σερφάρω:...
- SURFER, der / SURFERIN, die... [am Wasser] 1) der Surfer ° ο σέρφερ 2) die Surferin ° η σέρφερ ...
- SURREALISMUS, der... = ο σουρεαλισμός * // ο υπερρεαλισμός [synonym (lt. ΛΜΠ und ΛΚΝ)**] *[so die Schreibweise lt. ΛΜΠ und ΛΚΝ; gebräuchlich aber auch:...
- SURREALIST, der / SURREALISTIN, die... 1) der Surrealist ° ο σουρεαλιστής * // ο υπερρεαλιστής [synonym (lt....
Nachher:
- SUSHI, das... [japanische Speise mit Reis und rohem Fisch] = το σούσι ...
- SUSPENDIEREN... 1) (vom Dienst) supendieren: a) θέτω σε διαθεσιμότητα: • auch wenn (= auch auf die Gefahr hin, dass) sie mich [sc....
- SUSPENDIERUNG, die... 1) [vom Dienst]: η διαθεσιμότητα: • Ich [Spitalsarzt] kann nicht arbeiten,...
- SÜSS (süß)... = γλυκός, -ιά, -ό (Adverb: γλυκά): • Der Tod ist umso bitterer, je süßer das Leben ist. ° Ο θάνατος είναι τόσο πιο πικρός, όσο πιο γλυκιά είναι η ζωή....
- SÜSSIGKEIT (Süßigkeit), die... = το γλυκό (meist Pl.: die Süßigkeiten = τα γλυκά) [vgl. auch Süßwaren, die] ...
- SÜSSLICH (süßlich)... = γλυκερός, -ή, -ό: • ein falsches (verlogenes) süßliches Lächeln ° ένα ψεύτικο γλυκερό χαμόγελο ...
- SÜSSSPEISE (Süßspeise), die... s. Mehlspeise, die ...
- SÜSSWAREN (Süßwaren), die... [sc. Süßigkeiten (als Produkt bzw. Handelsware)] = τα ζαχαρώδη (προϊόντα) (Gen.:...
- SWASILAND... (englisch: Swaziland) [Staat im südlichen Afrika] = η Σουαζιλάνδη (Gen.: της Σουαζιλάνδης) ...