SUPRANATIONAL
= υπερεθνικός, -ή, -ό:
• ein dereguliertes supranationales Wirtschaftssystem mit offenen [Staats-]Grenzen und reduzierten sozialen Verpflichtungen des Kapitals ° ένα απορυθμισμένο υπερεθνικό οικονομικό σύστημα, με ανοιχτά σύνορα και μειωμένες κοινωνικές υποχρεώσεις του κεφαλαίου
Weitere Wörter:
Vorher
- SUNNIT, der / SUNNITIN, die... 1) der Sunnit ° ο σουνίτης (bzw. ο Σουνίτης) (Pl.: οι σουνίτες / Gen.: των σουνιτών) 2) die Sunnitin ° ......
- SUNNITISCH... 1) [personenbezogen]: σουνίτης / …. : • sunnitische Moslems ° σουνίτες μουσουλμάνοι • der sunnitischen Araber [Gen....
- SUPER... • Super! (Prima! / Sehr gut!) ° Υπέροχα!...
- SUPERBENZIN, das... = η βενζίνη σούπερ ...
- SUPERLEICHT... [iS von: kinderleicht, ganz einfach; zB. die Bedienung eines Gerätes] = πανεύκολος, -η, -ο ...
- SUPERMACHT, die... = η υπερδύναμη (Pl.: die Supermächte = οι υπερδυνάμεις) ...
- SUPERMARKT, der... [zB. für Lebensmitteleinkäufe] 1) το σούπερ-μάρκετ [bzw.] το σουπερμάρκετ [bzw....
- SUPERVISOR, der / SUPERVISORIN, die... 1) der Supervisor ° ο επιτηρητής [DF+GF aus: Hueber-Gastro] 2) die Supervisorin ° …. ...
- SUPPE, die... 1.1) η σούπα [bzw.] 1.2) [bei zusammengesetzten Begriffen]: η -σουπα:...
- SUPPEN+... 1) die Suppenschüssel ° η σουπιέρα 2) der Suppenteller ° το πιάτο της σούπας:...
Nachher:
- SURFBRETT, das... = η ιστιοσανίδα // η σανίδα του σερφ ...
- SURFEN... 1) [Wassersport]: a) κάνω σέρφινγκ b) das Surfen (das Surfing) ° το σέρφινγκ 2) [Seiten im Internet aufrufen]: a) σερφάρω:...
- SURFER, der / SURFERIN, die... [am Wasser] 1) der Surfer ° ο σέρφερ 2) die Surferin ° η σέρφερ ...
- SURREALISMUS, der... = ο σουρεαλισμός * // ο υπερρεαλισμός [synonym (lt. ΛΜΠ und ΛΚΝ)**] *[so die Schreibweise lt. ΛΜΠ und ΛΚΝ; gebräuchlich aber auch:...
- SURREALIST, der / SURREALISTIN, die... 1) der Surrealist ° ο σουρεαλιστής * // ο υπερρεαλιστής [synonym (lt....
- SURREALISTISCH... 1) [personenbezogen]: σουρεαλιστής * [bzw.] υπερρεαλιστής / σουρεαλίστρια * [bzw.] υπερρεαλίστρια:...
- SUSHI, das... [japanische Speise mit Reis und rohem Fisch] = το σούσι ...
- SUSPENDIEREN... 1) (vom Dienst) supendieren: a) θέτω σε διαθεσιμότητα: • auch wenn (= auch auf die Gefahr hin, dass) sie mich [sc....
- SUSPENDIERUNG, die... 1) [vom Dienst]: η διαθεσιμότητα: • Ich [Spitalsarzt] kann nicht arbeiten,...