SUPPE, die
1.1) η σούπα
[bzw.]
1.2) [bei zusammengesetzten Begriffen]: η -σουπα:
• die Fischsuppe ° η ψαρόσουπα
• die Gemüsesuppe ° η χορτόσουπα
• die Tomatensuppe ° η ντοματόσουπα
• die Hühnersuppe ° η κοτόσουπα *
*[aber auch:]
• sie kochten ihr Hühnersuppe ° της μαγείρεψαν σούπα κοτόπουλο
Weitere Wörter:
Vorher
- SÜNDENBOCK, der... [metaphorischer Ausdruck] = ο αποδιοπομπαίος τράγος ...
- SÜNDTEUER... = πανάκριβος, -η, -ο ...
- SUNNIT, der / SUNNITIN, die... 1) der Sunnit ° ο σουνίτης (bzw. ο Σουνίτης) (Pl.: οι σουνίτες / Gen.: των σουνιτών) 2) die Sunnitin ° ......
- SUNNITISCH... 1) [personenbezogen]: σουνίτης / …. : • sunnitische Moslems ° σουνίτες μουσουλμάνοι • der sunnitischen Araber [Gen....
- SUPER... • Super! (Prima! / Sehr gut!) ° Υπέροχα!...
- SUPERBENZIN, das... = η βενζίνη σούπερ ...
- SUPERLEICHT... [iS von: kinderleicht, ganz einfach; zB. die Bedienung eines Gerätes] = πανεύκολος, -η, -ο ...
- SUPERMACHT, die... = η υπερδύναμη (Pl.: die Supermächte = οι υπερδυνάμεις) ...
- SUPERMARKT, der... [zB. für Lebensmitteleinkäufe] 1) το σούπερ-μάρκετ [bzw.] το σουπερμάρκετ [bzw....
- SUPERVISOR, der / SUPERVISORIN, die... 1) der Supervisor ° ο επιτηρητής [DF+GF aus: Hueber-Gastro] 2) die Supervisorin ° …. ...
Nachher:
- SUPPEN+... 1) die Suppenschüssel ° η σουπιέρα 2) der Suppenteller ° το πιάτο της σούπας:...
- SUPRANATIONAL... = υπερεθνικός, -ή, -ό:...
- SURFBRETT, das... = η ιστιοσανίδα // η σανίδα του σερφ ...
- SURFEN... 1) [Wassersport]: a) κάνω σέρφινγκ b) das Surfen (das Surfing) ° το σέρφινγκ 2) [Seiten im Internet aufrufen]: a) σερφάρω:...
- SURFER, der / SURFERIN, die... [am Wasser] 1) der Surfer ° ο σέρφερ 2) die Surferin ° η σέρφερ ...
- SURREALISMUS, der... = ο σουρεαλισμός * // ο υπερρεαλισμός [synonym (lt. ΛΜΠ und ΛΚΝ)**] *[so die Schreibweise lt. ΛΜΠ und ΛΚΝ; gebräuchlich aber auch:...
- SURREALIST, der / SURREALISTIN, die... 1) der Surrealist ° ο σουρεαλιστής * // ο υπερρεαλιστής [synonym (lt....
- SURREALISTISCH... 1) [personenbezogen]: σουρεαλιστής * [bzw.] υπερρεαλιστής / σουρεαλίστρια * [bzw.] υπερρεαλίστρια:...
- SUSHI, das... [japanische Speise mit Reis und rohem Fisch] = το σούσι ...