UHRBAND, das


1) το λουρί ({του} ρολογιού) *  [bzw.]  το λουράκι ({του} ρολογιού):

     *(Pl.: τα λουριά {των} ρολογιών)

• das Leder(uhr)band  °  το δερμάτινο λουρί  //  το δερμάτινο λουράκι

• Maria ~öffnet ihr Uhrband.  °  Η Μαρία ξεκουμπώνει το λουράκι του ρολογιού της.


2) Sonstiges:

• Uhrband aus rostfreiem Stahl  °  μπρασελέ από ανοξείδωτο ατσάλι


Weitere Wörter:

Vorher
  • ÜBRIGENS... • Übrigens: [...] / Apropos: [...] / Wo wir gerade davon reden: [...] / Da fällt mir ein: [...] ° Με την ευκαιρία, [...] // Αλήθεια, [......
  • ÜBRIGER, -e, -es... 1) υπόλοιπος, -η, -ο: • 10 [der Angeklagten] wurden zum Tode verurteilt, die übrigen zu lebenslang. ° Καταδικάστηκαν 10 σε θάνατο,...
  • ÜBUNG, die... 1) η άσκηση: • Er konnte diese [Gymnastik-]Übung sechs Mal hintereinander machen. ° Μπορούσε να κάνει αυτή την άσκηση έξι φορές συνέχεια....
  • ÜBUNGS+... [sc. dem Üben dienend] • die Übungskassetten [als Teil eines Sprachkurses] ° οι κασέτες εξάσκησης ...
  • UDSSR, die... (Sowjetunion, die) = η ΕΣΣΔ (η Σοβιετική Ένωση) ...
  • UFER, das... 1) [eines Flusses]: a) η όχθη: • das [Fluss-]Ufer war voller Karren und Autos,...
  • UFO, das... [unbekanntes Flugobjekt] = το ούφο ...
  • UGANDA... = η Ουγκάντα (Gen.: της Ουγκάντας) ...
  • UHR [Zeitangabe]... 1) es ist … Uhr // [es ist] … Uhr: • Es ist ein / zwei / drei Uhr. Είναι η ώρα μία / δύο / τρεις. // Είναι μία / δύο / τρεις η ώρα....
  • UHR, die [Zeitmesser]... 1) το ρολόι (Gen.: του ρολογιού // Pl.: τα ρολόγια / Gen.: των ρολογιών): • Bist du [männl.] sicher, dass deine Uhr richtig geht ?...
Nachher:
  • UHRTURM, der... [in Graz] = ο πύργος με το ρολόι ...
  • UHRZEIGERSINN, der...UHRZEIGERSINN,...
  • UHRZEIT, die... = η ώρα: • Du hast mich nach der Uhrzeit gefragt. (Du hast mich gefragt, wie spät es ist.) ° Μου ζήτησες την ώρα. • Und zu welcher Uhrzeit?...
  • UKRAINE, die... = η Ουκρανία ...
  • UKRAINER, der / UKRAINERIN, die... 1) der Ukrainer ° ο Ουκρανός (Pl.: οι Ουκρανοί) 2) die Ukrainerin ° η Ουκρανή ...
  • UKRAINISCH... 1) [personenbezogen]: ουκρανός / ουκρανή 2) [sachbezogen]: ουκρανικός, -ή, -ό // [Sprache:] τα ουκρανικά ...
  • UKW... [= Ultrakurzwelle] • auf ° στα FM ...
  • ULKIG... s. unter bzw. vgl. komisch (Z 1) ...
  • ULM... [Stadt in Süddeutschland] = η Ουλμ ...