UHRZEIGERSINN, der


1)

• im Uhrzeigersinn [= nach rechts] drehen  °  γυρίζω προς τα δεξιά

• gegen den Uhrzeigersinn [= nach links] drehen  °  γυρίζω προς τα αριστερά


2)

• im Uhrzeigersinn [= nach rechts]  °  κατά τη φορά του ρολογιού  //  με τη φορά του ρολογιού

• gegen den Uhrzeigersinn [= nach links]  °  αντίθετα στη φορά του ρολογιού


3)

• Drehen Sie den (die/das) [...] um 90 Grad im Uhrzeigersinn (in Uhrzeigerrichtung).  °  Στρέψτε τον (την/το) [...] κατά 90 μοίρες προς τη φορά των δεικτών του ρολογιού.

• Drehen Sie den (die/das) [...] um 90 Grad gegen den Uhrzeigersinn (gegen die Uhr­zeiger­richtung).  °  Στρέψτε τον (την/το) [...] κατά 90 μοίρες αντίθετα από τη φορά των δεικτών του ρολογιού.


Weitere Wörter:

Vorher
  • ÜBUNG, die... 1) η άσκηση: • Er konnte diese [Gymnastik-]Übung sechs Mal hintereinander machen. ° Μπορούσε να κάνει αυτή την άσκηση έξι φορές συνέχεια....
  • ÜBUNGS+... [sc. dem Üben dienend] • die Übungskassetten [als Teil eines Sprachkurses] ° οι κασέτες εξάσκησης ...
  • UDSSR, die... (Sowjetunion, die) = η ΕΣΣΔ (η Σοβιετική Ένωση) ...
  • UFER, das... 1) [eines Flusses]: a) η όχθη: • das [Fluss-]Ufer war voller Karren und Autos,...
  • UFO, das... [unbekanntes Flugobjekt] = το ούφο ...
  • UGANDA... = η Ουγκάντα (Gen.: της Ουγκάντας) ...
  • UHR [Zeitangabe]... 1) es ist … Uhr // [es ist] … Uhr: • Es ist ein / zwei / drei Uhr. Είναι η ώρα μία / δύο / τρεις. // Είναι μία / δύο / τρεις η ώρα....
  • UHR, die [Zeitmesser]... 1) το ρολόι (Gen.: του ρολογιού // Pl.: τα ρολόγια / Gen.: των ρολογιών): • Bist du [männl.] sicher, dass deine Uhr richtig geht ?...
  • UHRBAND, das... 1) το λουρί ({του} ρολογιού) * [bzw.] το λουράκι ({του} ρολογιού): *(Pl.:...
  • UHRTURM, der... [in Graz] = ο πύργος με το ρολόι ...
Nachher:
  • UHRZEIT, die... = η ώρα: • Du hast mich nach der Uhrzeit gefragt. (Du hast mich gefragt, wie spät es ist.) ° Μου ζήτησες την ώρα. • Und zu welcher Uhrzeit?...
  • UKRAINE, die... = η Ουκρανία ...
  • UKRAINER, der / UKRAINERIN, die... 1) der Ukrainer ° ο Ουκρανός (Pl.: οι Ουκρανοί) 2) die Ukrainerin ° η Ουκρανή ...
  • UKRAINISCH... 1) [personenbezogen]: ουκρανός / ουκρανή 2) [sachbezogen]: ουκρανικός, -ή, -ό // [Sprache:] τα ουκρανικά ...
  • UKW... [= Ultrakurzwelle] • auf ° στα FM ...
  • ULKIG... s. unter bzw. vgl. komisch (Z 1) ...
  • ULM... [Stadt in Süddeutschland] = η Ουλμ ...
  • ULTIMATUM, das... = το τελεσίγραφο: • Am 23. Juli 1914 stellt Wien [= Österreich-Ungarn] Belgrad [= Serbien] ein Ultimatum....
  • ULTRASCHALL, der... = οι υπέρηχοι ([bzw.] ο υπέρηχος): • (Der) Ultraschall wird in großem Umfang in der Medizin verwendet....