AUFENTHALT, der


1) η παραμονή:

• Sein Auslandsaufenthalt wird zwei Wochen dauern.  °  Η παραμονή του στο εξωτερικό θα διαρκέσει δύο εβδομάδες.

• während meines ganzen Spitalsaufenthaltes  °  σε όλη τη διάρκεια της παραμονής μου στο νοσοκομείο


2) η διαμονή:

• Wir wünschen Ihnen einen schönen [GF wörtl.: angenehmen] Aufenthalt [in unserem Hotel]!  °  Σας ευχόμαστε μια ευχάριστη διαμονή!   [DF+GF aus: Hueber-Gastro]

• Wir danken Ihnen für Ihren Aufenthalt [in unserem Hotel]! [Verabschiedung des Hotel­gasts]  °  Σας ευχαριστούμε για τη διαμονή σας!


3) Sonstiges:

• sein [= Thomas Bernhards] (stationärer) Aufenthalt (seine Unterbringung) im Sanato­ri­um wegen eines schweren, beinahe tödli­chen Lun­genleidens  °  ο εγκλεισμός του στο σανατόριο λόγω βαριάς, παρ’ ολίγον θανάσιμης πνευμονοπάθειας

• Dort [sc. in London] hatten wir [aus New York kommend] einen zwölfstündigen Aufent­halt. [vor unserem Weiterflug nach Teheran]  °  Εκεί, είχαμε μια δωδεκάωρη αναμονή.


Weitere Wörter: