WELTGESUNDHEITSORGANISATION, die
• die Weltgesundheitsorganisation (die WHO) ° η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (η ΠΟΥ) [bzw.] ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ο ΠΟΥ)
Weitere Wörter:
Vorher
- WELLNESS+... • der Wellnessbereich * / die Wellnesszone [zB. eines Hotels] ° το σπα [DF (*) + GF aus: Hueber-Gastro] ...
- WELT, die... 1) ο κόσμος: a) [allgemein]:...
- WELTALL, das... = το σύμπαν (Gen.: του σύμπαντος) [vgl. (wohl ohne grundlegenden Bedeutungsunterschied):...
- WELTANSCHAUUNG, die... = η κοσμοθεωρία ...
- WELTBANK, die... = η Παγκόσμια Τράπεζα // η Διεθνής Τράπεζα ...
- WELTBEKANNT // WELTBERÜHMT... • in einer Szene [des Films], die später weltbekannt / weltberühmt [wörtl.: auf der ganzen Welt bekannt] wurde ° σε μια σκηνή,...
- WELTBEVÖLKERUNG, die... = ο παγκόσμιος πληθυσμός:...
- WELTEMPFÄNGER, der... [sc. Radiogerät für Fernempfang] = ο δέκτης παγκοσμίου λήψεως ...
- WELTFREMD... • Ich war [mit dieser naiven Überlegung, die ich anstellte] natürlich weltfremd* (realitätsfremd / wirklichkeitsfremd). ° I was being unrealistic,...
- WELTGESCHEHEN, das... • sie würde sich [zu Hause,...
Nachher:
- WELTHANDEL, der... = το διεθνές εμπόριο // το παγκόσμιο εμπόριο ...
- WELTHANDELSORGANISATION, die... • die Welthandelsorganisation (die WTO) ° η Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου (η WTO) [bzw....
- WELTKLASSE+... = … παγκόσμιας κλάσης: • die Weltklassespieler [zB. im Tennis] ° οι παίκτες παγκόσμιας κλάσης ...
- WELTKRIEG, der... • der Erste / der Zweite Weltkrieg ° ° ο πρώτος / ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος [bzw.] ο Πρώτος / ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος [bzw....
- WELTLICH... [sc. nicht-klerikal / nicht-religiös] = κοσμικός, -ή, -ό: • Die panarabische,...
- WELTMEISTER, der / WELTMEISTERIN, die...WELTMEISTER, der / WELTMEISTERIN,...
- WELTMEISTERSCHAFT, die... = το παγκόσμιο πρωτάθλημα: • die Fußballweltmeisterschaft ° το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου [bzw. auch:...
- WELTÖFFENTLICHKEIT, die... = η παγκόσμια κοινή γνώμη:...
- WELTRANG, der... • Österreichs einziger Historiker von Weltrang ° ο μοναδικός παγκόσμιας φήμης ιστορικός της Αυστρίας [DF+GF aus: Menasse:...