WELTKRIEG, der
• der Erste / der Zweite Weltkrieg °
° ο πρώτος / ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος [bzw.]
ο Πρώτος / ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος [bzw.]
ο Α΄ / ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (= der 1. / der 2. Weltkrieg)
• während des Zweiten Weltkrieges ° στην διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου
• die zwei Weltkriege ° οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι
Weitere Wörter:
Vorher
- WELTBANK, die... = η Παγκόσμια Τράπεζα // η Διεθνής Τράπεζα ...
- WELTBEKANNT // WELTBERÜHMT... • in einer Szene [des Films], die später weltbekannt / weltberühmt [wörtl.: auf der ganzen Welt bekannt] wurde ° σε μια σκηνή,...
- WELTBEVÖLKERUNG, die... = ο παγκόσμιος πληθυσμός:...
- WELTEMPFÄNGER, der... [sc. Radiogerät für Fernempfang] = ο δέκτης παγκοσμίου λήψεως ...
- WELTFREMD... • Ich war [mit dieser naiven Überlegung, die ich anstellte] natürlich weltfremd* (realitätsfremd / wirklichkeitsfremd). ° I was being unrealistic,...
- WELTGESCHEHEN, das... • sie würde sich [zu Hause,...
- WELTGESUNDHEITSORGANISATION, die... • die Weltgesundheitsorganisation (die WHO) ° η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (η ΠΟΥ) [bzw....
- WELTHANDEL, der... = το διεθνές εμπόριο // το παγκόσμιο εμπόριο ...
- WELTHANDELSORGANISATION, die... • die Welthandelsorganisation (die WTO) ° η Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου (η WTO) [bzw....
- WELTKLASSE+... = … παγκόσμιας κλάσης: • die Weltklassespieler [zB. im Tennis] ° οι παίκτες παγκόσμιας κλάσης ...
Nachher:
- WELTLICH... [sc. nicht-klerikal / nicht-religiös] = κοσμικός, -ή, -ό: • Die panarabische,...
- WELTMEISTER, der / WELTMEISTERIN, die...WELTMEISTER, der / WELTMEISTERIN,...
- WELTMEISTERSCHAFT, die... = το παγκόσμιο πρωτάθλημα: • die Fußballweltmeisterschaft ° το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου [bzw. auch:...
- WELTÖFFENTLICHKEIT, die... = η παγκόσμια κοινή γνώμη:...
- WELTRANG, der... • Österreichs einziger Historiker von Weltrang ° ο μοναδικός παγκόσμιας φήμης ιστορικός της Αυστρίας [DF+GF aus: Menasse:...
- WELTRANGLISTE, die... = η παγκόσμια κατάταξη: • Marat Safin, Nummer 4 der Weltrangliste [der Tennisspieler] ° o Marat Safin,...
- WELTRAUM, der... = το διάστημα [vgl. (wohl ohne grundlegenden Bedeutungsunterschied): das Weltall / das All = το σύμπαν] ...
- WELTRAUM+... = διαστημικός, -ή, -ό:...
- WELTREISE, die... = ο γύρος του κόσμου: • das Geld, das er gespart hatte,...