WELTLICH

[sc. nicht-klerikal / nicht-religiös]


=  κοσμικός, -ή, -ό:

• Die panarabische, weltliche Politik macht [in ihrer bisherigen Eigenschaft] als domi­nante Ideologie [in der arabischen Welt] dem Islam Platz. [Analyse eines Journalis­ten im Jahr 2006]

Η παναραβική, κοσμική πολιτική παραχωρεί τη θέση της ως κυρίαρχης ιδεολογίας στο Ισλάμ.

• Das Experiment [sc. die Strategie der USA nach den Terroranschlägen vom 11. Sep­tem­­ber 2001] war darauf ausge­rich­tet, [im Nahen Osten] die Entwick­lung weltli­cher, ge­mäßig­ter und prowestlicher politi­scher Bewegungen zu ermutigen – es war aber von Misserfolg gekrönt. Es eta­blierte sich im Gegenteil eine neu Art isla­mischer Demokratie.

Το πείραμα φιλοδοξούσε να ενθαρρύνει την ανάπτυξη κοσμικών, μετριοπαθών και φιλοδυτικών πολιτικών κινημάτων – στέφθηκε όμως με αποτυχία. Αντιθέτως, εγκαταστάθηκε ένα νέο είδος ισλαμικής δημοκρατίας.

• Die weltliche Einparteiendiktatur [Saddam Husseins] ist durch eine chaotische Mehr­parteien­demokratie ersetzt worden. [Analy­se eines Journalis­ten betreffend den Irak im Jahr 2006]

Η μονοκομματική, κοσμική δικτατορία έχει αντικατασταθεί από μια χαοτική, πολυκομματική δημοκρατία.


Weitere Wörter:

Vorher
  • WELTBEKANNT // WELTBERÜHMT... • in einer Szene [des Films], die später weltbekannt / weltberühmt [wörtl.: auf der ganzen Welt bekannt] wurde ° σε μια σκηνή,...
  • WELTBEVÖLKERUNG, die... = ο παγκόσμιος πληθυσμός:...
  • WELTEMPFÄNGER, der... [sc. Radiogerät für Fernempfang] = ο δέκτης παγκοσμίου λήψεως ...
  • WELTFREMD... • Ich war [mit dieser naiven Überlegung, die ich anstellte] natürlich weltfremd* (realitäts­fremd / wirk­lich­keits­fremd). ° I was being unrealistic,...
  • WELTGESCHEHEN, das... • sie würde sich [zu Hause,...
  • WELTGESUNDHEITSORGANISATION, die... • die Weltgesundheitsorganisation (die WHO) ° η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (η ΠΟΥ) [bzw....
  • WELTHANDEL, der... = το διεθνές εμπόριο // το παγκόσμιο εμπόριο ...
  • WELTHANDELSORGANISATION, die... • die Welthandelsorganisation (die WTO) ° η Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου (η WTO) [bzw....
  • WELTKLASSE+... = … παγκόσμιας κλάσης: • die Weltklassespieler [zB. im Tennis] ° οι παίκτες παγκόσμιας κλάσης ...
  • WELTKRIEG, der... • der Erste / der Zweite Weltkrieg ° ° ο πρώτος / ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος [bzw.] ο Πρώτος / ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος [bzw....
Nachher:
  • WELTMEISTER, der / WELTMEISTERIN, die...WELTMEISTER, der / WELTMEISTERIN,...
  • WELTMEISTERSCHAFT, die... = το παγκόσμιο πρωτάθλημα: • die Fußballweltmeisterschaft ° το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου [bzw. auch:...
  • WELTÖFFENTLICHKEIT, die... = η παγκόσμια κοινή γνώμη:...
  • WELTRANG, der... • Österreichs einziger Historiker von Weltrang ° ο μοναδικός παγκόσμιας φήμης ιστορικός της Αυστρίας [DF+GF aus: Menasse:...
  • WELTRANGLISTE, die... = η παγκόσμια κατάταξη: • Marat Safin, Nummer 4 der Weltrangliste [der Tennisspieler] ° o Marat Safin,...
  • WELTRAUM, der... = το διάστημα [vgl. (wohl ohne grundlegenden Bedeutungsunterschied): das Weltall / das All = το σύμπαν] ...
  • WELTRAUM+... = διαστημικός, -ή, -ό:...
  • WELTREISE, die... = ο γύρος του κόσμου: • das Geld, das er gespart hatte,...
  • WELTREKORD, der... = το παγκόσμιο ρεκόρ // η παγκόσμια επίδοση [synonym] ...