WELTÖFFENTLICHKEIT, die


=  η παγκόσμια κοινή γνώμη:

• die Weltöffentlichkeit bezüglich bestimmter Geschehnisse informieren  °  πληροφορώ την παγκόσμια κοινή γνώμη σχετικά με ορισμένα γεγονότα


Weitere Wörter:

Vorher
  • WELTFREMD... • Ich war [mit dieser naiven Überlegung, die ich anstellte] natürlich weltfremd* (realitäts­fremd / wirk­lich­keits­fremd). ° I was being unrealistic,...
  • WELTGESCHEHEN, das... • sie würde sich [zu Hause,...
  • WELTGESUNDHEITSORGANISATION, die... • die Weltgesundheitsorganisation (die WHO) ° η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (η ΠΟΥ) [bzw....
  • WELTHANDEL, der... = το διεθνές εμπόριο // το παγκόσμιο εμπόριο ...
  • WELTHANDELSORGANISATION, die... • die Welthandelsorganisation (die WTO) ° η Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου (η WTO) [bzw....
  • WELTKLASSE+... = … παγκόσμιας κλάσης: • die Weltklassespieler [zB. im Tennis] ° οι παίκτες παγκόσμιας κλάσης ...
  • WELTKRIEG, der... • der Erste / der Zweite Weltkrieg ° ° ο πρώτος / ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος [bzw.] ο Πρώτος / ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος [bzw....
  • WELTLICH... [sc. nicht-klerikal / nicht-religiös] = κοσμικός, -ή, -ό: • Die panarabische,...
  • WELTMEISTER, der / WELTMEISTERIN, die...WELTMEISTER, der / WELTMEISTERIN,...
  • WELTMEISTERSCHAFT, die... = το παγκόσμιο πρωτάθλημα: • die Fußballweltmeisterschaft ° το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου [bzw. auch:...
Nachher:
  • WELTRANG, der... • Österreichs einziger Historiker von Weltrang ° ο μοναδικός παγκόσμιας φήμης ιστορικός της Αυστρίας [DF+GF aus: Menasse:...
  • WELTRANGLISTE, die... = η παγκόσμια κατάταξη: • Marat Safin, Nummer 4 der Weltrangliste [der Tennisspieler] ° o Marat Safin,...
  • WELTRAUM, der... = το διάστημα [vgl. (wohl ohne grundlegenden Bedeutungsunterschied): das Weltall / das All = το σύμπαν] ...
  • WELTRAUM+... = διαστημικός, -ή, -ό:...
  • WELTREISE, die... = ο γύρος του κόσμου: • das Geld, das er gespart hatte,...
  • WELTREKORD, der... = το παγκόσμιο ρεκόρ // η παγκόσμια επίδοση [synonym] ...
  • WELTSICHT, die... • Ich suche nach einer neuen Philosophie. Etwas, das mir eine andere Weltsicht (eine andere Sicht der Welt) ge­ben wird. Und ich finde nicht(s)....
  • WELTVERBESSERER, der... • "Der Weltverbesserer" [Theaterstück von Thomas Bernhard] ° "Ο αναμορφωτής του κόσμου" ...
  • WELTWEIT... 1) παγκόσμιος, -α, -ο:...