ZITAT, das


1) [sc. die wörtliche Wiedergabe eines fremden Textes im eigenen]: το παράθεμα:

• bestimmte, aus ihrem Zusammenhang gerissene Zitate  °  ορισμένα παραθέματα, αποκομμένα από τα συμφραζόμενά τους


2) το τσιτάτο:

• "[…]", soll der [verstorbene] Großvater einmal gesagt haben, aber dieses [wörtl.: das konkrete] Zitat [also den (angeblichen) Ausspruch des Großvaters] erachten die meisten in meiner Familie als zynische Erfindung, die sie meinem Bruder zuschreiben.  °  "[...]" λένε πως είπε κάποτε ο παππούς, αλλά το συγκεκριμένο τσιτάτο οι περισσότεροι στην οικογένειά μου το θεωρούν μια κυνική επινόηση, την οποία αποδίδουν στον αδελφό μου.


Weitere Wörter:

Vorher
  • ZINSSATZ, der... = το επιτόκιο: • der Habenzinssatz (der Einlagezinssatz / der Sparzinssatz) [sc. der Zinssatz,...
  • ZIONISMUS, der... = ο σιωνισμός ...
  • ZIONIST, der / ZIONISTIN, die... 1) der Zionist ° ο σιωνιστής 2) die Zionistin ° η σιωνίστρια ...
  • ZIONISTISCH... 1) [personenbezogen]: σιωνιστής / σιωνίστρια 2) [sachbezogen]: σιωνιστικός, -ή, -ό ...
  • ZIRKA... (alternative Schreibweise: circa) s. etwa (Z 1) ...
  • ZIRKEL, der... 1) [Gerät in der Geometrie]: ο διαβήτης 2) [iS von: Runde / Kreis von Personen]: ο κύκλος ...
  • ZIRKELSCHLUSS, der... = ο κυκλικός συλλογισμός ...
  • ZIRKUS, der... = το τσίρκο ...
  • ZIRPEN... • das durchdringende ~Zirpen der Grillen ° το διαπεραστικό τσίρισμα των τριζονιών ...
  • ZISCHEN... • […], da zischte mein Bruder plötzlich [das Wort] "[…]" ° [...], όταν ξαφνικά ο αδελφός μου σφύριξε μέσα από τα δόντια τη λέξη "[...]" [DF+GF aus:...
Nachher:
  • ZITIEREN... 1) [iS von: wörtlich wiedergeben]: a) παραθέτω:...
  • ZITRONE, die... = το λεμόνι ...
  • ZITRONEN+...NEN+ 1) der Zitronenbaum ° η λεμονιά 2) die ~Zitronenhaine ° τα λεμονοπερίβολα 3) die Zitronenlimonade ° η λεμονάδα 4) die Zitronenpresse ° ο λεμονοστίφτης [bzw....
  • ZITRUSFRUCHT, die... [sc. Orange, Zitrone, Mandarine usw.] = το εσπεριδοειδές (meist Pl.: die Zitrusfrüchte = τα εσπεριδοειδή) ...
  • ZITTERN... 1) τρέμω: • das Kind zitterte am ganzen Körper ° το παιδί έτρεμε ολόκληρο • ich zittere vor Wut ° τρέμω απ’ το θυμό μου [Anm.: θυμό + μου!] • ......
  • ZIVIL [Adjektiv/Adverb]... • Sie werden zivil (standesamtlich) [sc. nicht kirchlich] heiraten. ° Θα παντρευτούν με πολιτικό γάμο. ...
  • ZIVIL, das... [sc. die Zivilkleidung – im Gegensatz zur Uniform] = τα πολιτικά: • Karabatis [ein Sicherheitsoffizier],...
  • ZIVILBEVÖLKERUNG, die... [im Krieg] = ο άμαχος πληθυσμός:...
  • ZIVILDIENST, der... [den junge Männer bei Vorliegen von Gewissensgründen anstelle des Wehrdienstes leisten können] = η πολιτική υπηρεσία * [bzw....