ZIVIL, das
[sc. die Zivilkleidung – im Gegensatz zur Uniform]
= τα πολιτικά:
• Karabatis [ein Sicherheitsoffizier], der Zivil trug und [im Auto] neben dem Fahrer saß ° ο Καραμπάτης που φορούσε πολιτικά και καθόταν δίπλα στον οδηγό
• später kamen zwei Polizisten in Zivil und nahmen sie [die Frau] auf das Revier mit ° αργότερα ήρθαν δυο αστυνομικοί με πολιτικά και την πήραν στο τμήμα
• Wer war der junge Mann [dort] in Zivil? [sc. jener, der keine Uniform trägt] ° Ποιος ήταν ο νέος με τα πολιτικά;
• Sie fragte mich, wie es kommt, dass ich [heute] in Zivil bin. [wo ich doch sonst immer die Uniform trage] ° Με ρώτησε πώς έγινε και είμαι με πολιτικά.
Weitere Wörter:
Vorher
- ZIRKUS, der... = το τσίρκο ...
- ZIRPEN... • das durchdringende ~Zirpen der Grillen ° το διαπεραστικό τσίρισμα των τριζονιών ...
- ZISCHEN... • […], da zischte mein Bruder plötzlich [das Wort] "[…]" ° [...], όταν ξαφνικά ο αδελφός μου σφύριξε μέσα από τα δόντια τη λέξη "[...]" [DF+GF aus:...
- ZITAT, das... 1) [sc. die wörtliche Wiedergabe eines fremden Textes im eigenen]: το παράθεμα: • bestimmte,...
- ZITIEREN... 1) [iS von: wörtlich wiedergeben]: a) παραθέτω:...
- ZITRONE, die... = το λεμόνι ...
- ZITRONEN+...NEN+ 1) der Zitronenbaum ° η λεμονιά 2) die ~Zitronenhaine ° τα λεμονοπερίβολα 3) die Zitronenlimonade ° η λεμονάδα 4) die Zitronenpresse ° ο λεμονοστίφτης [bzw....
- ZITRUSFRUCHT, die... [sc. Orange, Zitrone, Mandarine usw.] = το εσπεριδοειδές (meist Pl.: die Zitrusfrüchte = τα εσπεριδοειδή) ...
- ZITTERN... 1) τρέμω: • das Kind zitterte am ganzen Körper ° το παιδί έτρεμε ολόκληρο • ich zittere vor Wut ° τρέμω απ’ το θυμό μου [Anm.: θυμό + μου!] • ......
- ZIVIL [Adjektiv/Adverb]... • Sie werden zivil (standesamtlich) [sc. nicht kirchlich] heiraten. ° Θα παντρευτούν με πολιτικό γάμο. ...
Nachher:
- ZIVILBEVÖLKERUNG, die... [im Krieg] = ο άμαχος πληθυσμός:...
- ZIVILDIENST, der... [den junge Männer bei Vorliegen von Gewissensgründen anstelle des Wehrdienstes leisten können] = η πολιτική υπηρεσία * [bzw....
- ZIVILDIENSTPFLICHTIGER (der Zivildienstpflichtige)... • für die Zivildienstpflichtigen ° για τους υπόχρεους πολιτικής υπηρεσίας [GF aus dem griech....
- ZIVILISATION, die... = ο πολιτισμός ...
- ZIVILISATORISCH... = πολιτισμικός, -ή, -ό:...
- ZIVILISIERT... = πολιτισμένος, -η, -ο ...
- ZIVILIST, der / ZIVILISTIN, die... 1) der Zivilist: a) ο πολίτης: • Der einzige Unterschied zwischen mir und ihnen [sc....
- ZIVILLUFTFAHRT, die... = η πολιτική αεροπορία ...
- ZIVILPROZESSORDNUNG, die... = η πολιτική δικονομία ...