ZITRONEN+


1) der Zitronenbaum  °  η λεμονιά


2) die ~Zitronenhaine  °  τα λεμονοπερίβολα


3) die Zitronenlimonade  °  η λεμονάδα


4) die Zitronenpresse  °  ο λεμονοστίφτης [bzw.] ο λεμονοστίπτης


5) der Zitronensaft  °  ο χυμός λεμονιού


6) die Zitronensäure  °  το κιτρικό οξύ


7) die Zitronenschale  °  η φλούδα λεμονιού


8) die Zitronenscheibe  °  η φέτα λεμονιού


Weitere Wörter:

Vorher
  • ZIONISTISCH... 1) [personenbezogen]: σιωνιστής / σιωνίστρια 2) [sachbezogen]: σιωνιστικός, -ή, -ό ...
  • ZIRKA... (alternative Schreibweise: circa) s. etwa (Z 1) ...
  • ZIRKEL, der... 1) [Gerät in der Geometrie]: ο διαβήτης 2) [iS von: Runde / Kreis von Personen]: ο κύκλος ...
  • ZIRKELSCHLUSS, der... = ο κυκλικός συλλογισμός ...
  • ZIRKUS, der... = το τσίρκο ...
  • ZIRPEN... • das durchdringende ~Zirpen der Grillen ° το διαπεραστικό τσίρισμα των τριζονιών ...
  • ZISCHEN... • […], da zischte mein Bruder plötzlich [das Wort] "[…]" ° [...], όταν ξαφνικά ο αδελφός μου σφύριξε μέσα από τα δόντια τη λέξη "[...]" [DF+GF aus:...
  • ZITAT, das... 1) [sc. die wörtliche Wiedergabe eines fremden Textes im eigenen]: το παράθεμα: • bestimmte,...
  • ZITIEREN... 1) [iS von: wörtlich wiedergeben]: a) παραθέτω:...
  • ZITRONE, die... = το λεμόνι ...
Nachher:
  • ZITRUSFRUCHT, die... [sc. Orange, Zitrone, Mandarine usw.] = το εσπεριδοειδές (meist Pl.: die Zitrusfrüchte = τα εσπεριδοειδή) ...
  • ZITTERN... 1) τρέμω: • das Kind zitterte am ganzen Körper ° το παιδί έτρεμε ολόκληρο • ich zittere vor Wut ° τρέμω απ’ το θυμό μου [Anm.: θυμό + μου!] • ......
  • ZIVIL [Adjektiv/Adverb]... • Sie werden zivil (standesamtlich) [sc. nicht kirchlich] heiraten. ° Θα παντρευτούν με πολιτικό γάμο. ...
  • ZIVIL, das... [sc. die Zivilkleidung – im Gegensatz zur Uniform] = τα πολιτικά: • Karabatis [ein Sicherheitsoffizier],...
  • ZIVILBEVÖLKERUNG, die... [im Krieg] = ο άμαχος πληθυσμός:...
  • ZIVILDIENST, der... [den junge Männer bei Vorliegen von Gewissensgründen anstelle des Wehrdienstes leisten können] = η πολιτική υπηρεσία * [bzw....
  • ZIVILDIENSTPFLICHTIGER (der Zivildienstpflichtige)... • für die Zivildienstpflichtigen ° για τους υπόχρεους πολιτικής υπηρεσίας [GF aus dem griech....
  • ZIVILISATION, die... = ο πολιτισμός ...
  • ZIVILISATORISCH... = πολιτισμικός, -ή, -ό:...