GEISTIG
1) πνευματικός, -ή, -ό:
• Die Kindheit ist der wichtigste Zeitabschnitt für die körperliche und geistige Entwicklung des Individuums. ° Η παιδική ηλικία είναι η σπουδαιότερη περίοδος για τη σωματική και πνευματική ανάπτυξη του ατόμου.
• die geistige Reife [des in die Schule eintretenden Kindes] ° η πνευματική ωριμότητα
• die materielle Welt – die geistige (die spirituelle) Welt ° ο υλικός κόσμος – ο πνευματικός κόσμος
2) (δια)νοητικός, -ή, -ό:
• die emotionale und geistige Entwicklung des Kindes ° η συναισθηματική και νοητική ανάπτυξη του παιδιού
• Auswirkungen [der Krankheit] auf die geistige Entwicklung des Kindes ° επιπτώσεις στη νοητική ανάπτυξη του παιδιού
• die geistige Behinderung [zB. Debilität] ° η νοητική καθυστέρηση
• das geistig behinderte Kind ° το νοητικώς καθυστερημένο παιδί
• Nikos war geistig behindert ° ο Νίκος ήταν διανοητικά καθυστερημένος
• Die Frau ist [nach der Vorstellung des Islam] dem Mann geistig und körperlich unterlegen. ° Η γυναίκα είναι υποδεέστερη του άντρα διανοητικά και σωματικά.
• geistig / intellektuell / rational [Adverb] [im Gegensatz zu: emotional / gefühlsmäßig = συναισθηματικά] ° διανοητικά
Weitere Wörter:
- GEISELNEHMER, der... Umschreibungen [ein eigener Begriff für "Geiselnehmer" scheint im Griechischen nicht zu existieren]:...
- GEIST, der... 1) [iS von: Sinn, Verstand etc.; Person mit bestimmten geistigen Merkmalen]: a) το πνεύμα:...
- GEISTERBAHN, die... [in einem Vergnügungspark] = το τούνελ του τρόμου ...
- GEISTESGEGENWART, die... [welche zB. ein Mann zeigt, der durch seinen roten Pullover die Aufmerksamkeit eines Stiers ablenkt, der im Begriff ist,...
- GEISTESGESCHICHTE, die... • die neugriechische Geistesgeschichte ° η νεοελληνική πνευματική ιστορία ...
- GEISTESHALTUNG, die... [iS von: Denkweise, (grundlegende) Einstellung, Auffassung] = η αντίληψη ...
- GEISTESKRANK... 1) φρενοβλαβής, -ής, -ές // ψυχασθενής, -ής, -ές: • Geisteskranke wissen doch nicht, dass sie geisteskrank sind, sagt der Arzt....
- GEISTESKRANKER (der Geisteskranke) / GEISTESKRANKE, die... s. unter geisteskrank ...
- GEISTESKRANKHEIT, die... 1) η φρενοβλάβεια 2) η ψυχασθένεια // η ψυχοπάθεια: Psychoanalyse ist jene Geisteskrankheit, für deren Therapie sie sich hält....
- GEISTESZUSTAND, der... [zB. der Selbstmörderin] = η διανοητική κατάσταση ...
- GEISTLICHER (der Geistliche)... 1) ο ιερέας (Pl.: οι ιερείς):...
- GEISTLICHKEIT, die... vgl. Klerus, der ...
- GEISTTÖTEND... • "geisttötende" [sc. monotone, anspruchslose] Arbeiten ° "πνευματοκτόνες" εργασίες ...
- GEIZ, der... = η τσιγγουνιά [bzw.] η τσιγκουνιά ...
- GEIZEN... 1) τσιγκουνεύομαι * [bzw.] τσιγγουνεύομαι ** : *[so zB. ΛΚΝ] / **[so zB....
- GEIZIG... = τσιγγούνης, -ούνα, -ούνικο [bzw.] τσιγκούνης, -ούνα, -ούνικο ...
- GEKLEIDET... = ντυμένος, -η, -ο [BSe s. unter kleiden ] ...
- GEKREISCHE, das... s. unter kreischen ("das Kreischen") ...
- GEKRÖNT... s. unter krönen ...