HILFREICH


1) βοηθητικός, -ή, -ό:

• Der Gebrauch der Untertitel [sc. das Ansehen von fremdsprachigen Filmen mit Unter­titeln (im Sprachunterrricht)] kann für die Entwicklung kommunikativer Fähigkeiten in der Fremdsprache hilfreich sein.  °  Η χρήση των υπότιτλων μπορεί να είναι βοηθητική για την ανάπτυξη επικοινωνιακών δεξιοτήτων στην ξένη γλώσσα.


2) Sonstiges:

• Das wäre sehr hilfreich (sehr nützlich). / Das wäre eine große Hilfe. [wenn Sie für Ihre Nachbarin (die ohnmächtig ins Spital ge­bracht werden soll) ein paar Sachen einpacken würden]  °  Θα εξυπηρετούσε πολύ.

• vgl. im Übrigen: nützlich 


Weitere Wörter:

Vorher
  • HIEROGLYPHEN, die... = τα ιερογλυφικά ...
  • HIEROGLYPHEN+... = ιερογλυφικός, -ή, -ό: • die Hieroglyphenschrift ° η ιερογλυφική γραφή ...
  • HIGH... • "high" sein [infolge der Einnahme von Drogen] ° είμαι μαστουρωμένος (-η,...
  • HIGH-TECH-... • High-Tech-Produkte ° προϊόντα υψηλής τεχνολογίας ...
  • HIGHWAY, der... • auf den elektronischen Highways (= auf den Daten-Highways) [im Internet] ° στις ηλεκτρονικές λεωφόρους ...
  • HILFE, die... 1) [allgemein]: η βοήθεια: • Jorgos um Hilfe bitten ° ζητώ την βοήθεια του Γιώργου • Herr Präsident,...
  • HILFELEISTUNG, die... = η προσφορά βοηθείας:...
  • HILFERUF, der / HILFESCHREI, der... • die Hilferufe (die Hilfeschreie) Elenis ° οι κραυγές για βοήθεια της Ελένης [bzw. auch]:...
  • HILFLOS... 1) αβοήθητος, -η, -ο: • wird [= die Menschen] werden als hilflose Säuglinge geboren ° γεννιόμαστε αβοήθητα βρέφη • Ich [weibl.] fühlte mich hilflos,...
  • HILFLOSIGKEIT, die... = η ανημπόρια [bzw.] η ανημποριά: • In meiner Hilflosigkeit [sc....
Nachher:
  • HILFSARBEITER, der / HILFSARBEITERΙΝ, die... 1) der Hilfsarbeiter ° ο ανειδίκευτος εργάτης:...
  • HILFSBEDÜRFTIGKEIT, die... = η ανάγκη για βοήθεια:...
  • HILFSBEREIT... (gefällig) = εξυπηρετικός, -ή, -ό // πρόθυμος, -η, -ο (να βοηθήσω) ...
  • HILFSBEREITSCHAFT, die... 1) η προθυμία για βοήθεια 2) η εξυπηρετικότητα ...
  • HILFSMITTEL, das... 1) το βοηθητικό μέσο: • unerlaubte Hilfsmittel [bei der Ablegung einer Prüfung] ° βοηθητικά μέσα που δεν επιτρέπονται 2) το βοήθημα: • Bücher,...
  • HILFSORGANISATION, die... [zB. das Rote Kreuz] = ο οργανισμός βοήθειας // η οργάνωση βοήθειας [synonym] ...
  • HILFSZEITWORT, das... [zB.: είμαι, έχω] = το βοηθητικό ρήμα ...
  • HIMALAJA, der [bzw.] HIMALAYA, der... = τα Ιμαλάια (Gen.: των Ιμαλαΐων) ...
  • HIMBEERE, die... = το (κόκκινο) βατόμουρο // το σμέουρο (Gen.: του σμέουρου) ...