HILFSBEREIT (gefällig)


=  εξυπηρετικός, -ή, -ό  //  πρόθυμος, -η, -ο (να βοηθήσω)


Weitere Wörter:

Vorher
  • HIGH-TECH-... • High-Tech-Produkte ° προϊόντα υψηλής τεχνολογίας ...
  • HIGHWAY, der... • auf den elektronischen Highways (= auf den Daten-Highways) [im Internet] ° στις ηλεκτρονικές λεωφόρους ...
  • HILFE, die... 1) [allgemein]: η βοήθεια: • Jorgos um Hilfe bitten ° ζητώ την βοήθεια του Γιώργου • Herr Präsident,...
  • HILFELEISTUNG, die... = η προσφορά βοηθείας:...
  • HILFERUF, der / HILFESCHREI, der... • die Hilferufe (die Hilfeschreie) Elenis ° οι κραυγές για βοήθεια της Ελένης [bzw. auch]:...
  • HILFLOS... 1) αβοήθητος, -η, -ο: • wird [= die Menschen] werden als hilflose Säuglinge geboren ° γεννιόμαστε αβοήθητα βρέφη • Ich [weibl.] fühlte mich hilflos,...
  • HILFLOSIGKEIT, die... = η ανημπόρια [bzw.] η ανημποριά: • In meiner Hilflosigkeit [sc....
  • HILFREICH... 1) βοηθητικός, -ή, -ό: • Der Gebrauch der Untertitel [sc....
  • HILFSARBEITER, der / HILFSARBEITERΙΝ, die... 1) der Hilfsarbeiter ° ο ανειδίκευτος εργάτης:...
  • HILFSBEDÜRFTIGKEIT, die... = η ανάγκη για βοήθεια:...
Nachher:
  • HILFSBEREITSCHAFT, die... 1) η προθυμία για βοήθεια 2) η εξυπηρετικότητα ...
  • HILFSMITTEL, das... 1) το βοηθητικό μέσο: • unerlaubte Hilfsmittel [bei der Ablegung einer Prüfung] ° βοηθητικά μέσα που δεν επιτρέπονται 2) το βοήθημα: • Bücher,...
  • HILFSORGANISATION, die... [zB. das Rote Kreuz] = ο οργανισμός βοήθειας // η οργάνωση βοήθειας [synonym] ...
  • HILFSZEITWORT, das... [zB.: είμαι, έχω] = το βοηθητικό ρήμα ...
  • HIMALAJA, der [bzw.] HIMALAYA, der... = τα Ιμαλάια (Gen.: των Ιμαλαΐων) ...
  • HIMBEERE, die... = το (κόκκινο) βατόμουρο // το σμέουρο (Gen.: του σμέουρου) ...
  • HIMMEL, der... 1) [allgemein]: ο ουρανός: • der Himmel ist blau ° ο ουρανός είναι γαλανός • Sonne(nschein), klarer Himmel ° ήλιος,...
  • HIMMELFAHRT, die... • Christi Himmelfahrt [Feiertag] ° η Πέμπτη της Αναλήψεως • Mariä Himmelfahrt (15....
  • HIMMELREICH, das... [biblischer Ausdruck] = η βασιλεία των ουρανών ...