HIMMEL, der
1) [allgemein]: ο ουρανός:
• der Himmel ist blau ° ο ουρανός είναι γαλανός
• Sonne(nschein), klarer Himmel ° ήλιος, καθαρός ουρανός
• Die Sonne stand schon hoch am Himmel, als [...] ° Ο ήλιος έστεκε ήδη ψηλά στον ουρανό, όταν [...]
• die dunklen Wolken am Himmel [wörtl.: des Himmels] ° τα σκοτεινά σύννεφα του ουρανού
2) [in Redewendungen]:
2.1) ο ουρανός [bzw.] τα ουράνια:
a) in den Himmel heben ° ανεβάζω στα ουράνια:
• die Zeitungen hoben ihn [sc. den Film / την ταινία] in den Himmel ° οι εφημερίδες την ανέβαζαν στα ουράνια
b) im siebenten Himmel [sein] [sc.: total glücklich (sein)] ° στον έβδομο ουρανό:
• jemand ist (befindet sich) im siebenten Himmel ° βρίσκεται κάποιος στον έβδομο ουρανό
c) Himmel und Erde in Bewegung setzen [sc. alles in meiner Macht Stehende tun] ° κινώ γη και ουρανό:
• Himmel und Erde in Bewegung setzen, um etwas zu errichen ° κινώ γη και ουρανό για να πετύχω κάτι
a) aus heiterem Himmel:
aa) ως κεραυνός εν αιθρία (= als Blitz aus heiterem Himmel):
• das Ende kam als (= wie ein) Blitz aus heiterem Himmel [sc. völlig unerwartet] ° το τέλος ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία
bb) στα καλά καθούμενα:
• Warum weine ich jetzt aus heiterem Himmel? ° Γιατί κλαίω τώρα στα καλά καθούμενα;
• Es wird (Es muss dir) merkwürdig vorgekommen sein, dass ich dich [jetzt (nach vielen Jahren)] (einfach) so aus heiterem Himmel [wörtl.: so (auf) plötzlich] angerufen habe. ° Θα σου φάνηκε παράξενο που σε πήρα έτσι στα ξαφνικά.
b) um Himmels willen ° για όνομα του Θεού:
• Um Himmels willen, Sie [= unser Besucher] werden doch nicht jetzt schon gehen! ° Για όνομα του Θεού, δε θα μας φύγετε από τώρα! [DF+GF aus: Bachmann: Malina]
• Um Himmels willen, dachte er, sie fragt [mich] schon wieder so idiotisch. ° Για όνομα του Θεού, σκεπτόταν, με ρωτάει πάλι με τόσο ηλίθιο τρόπο. [DF+GF aus: Schwaiger: Salz]
c) weiß der Himmel ° ένας Θεός ξέρει:
• da fährt so ein Mann weiß der Himmel wie viele Kilometer, um an einem Seminar teilzunehmen ° ο άνθρωπος κάνει, ένας Θεός ξέρει, πόσα χιλιόμετρα για να παρακολουθήσει ένα σεμινάριο [DF+GF aus: Hauptmann: Suche …]
d) unter freiem Himmel: s. unter Freie, das (Z 1) ("im Freien")
Weitere Wörter:
- HILFREICH... 1) βοηθητικός, -ή, -ό: • Der Gebrauch der Untertitel [sc....
- HILFSARBEITER, der / HILFSARBEITERΙΝ, die... 1) der Hilfsarbeiter ° ο ανειδίκευτος εργάτης:...
- HILFSBEDÜRFTIGKEIT, die... = η ανάγκη για βοήθεια:...
- HILFSBEREIT... (gefällig) = εξυπηρετικός, -ή, -ό // πρόθυμος, -η, -ο (να βοηθήσω) ...
- HILFSBEREITSCHAFT, die... 1) η προθυμία για βοήθεια 2) η εξυπηρετικότητα ...
- HILFSMITTEL, das... 1) το βοηθητικό μέσο: • unerlaubte Hilfsmittel [bei der Ablegung einer Prüfung] ° βοηθητικά μέσα που δεν επιτρέπονται 2) το βοήθημα: • Bücher,...
- HILFSORGANISATION, die... [zB. das Rote Kreuz] = ο οργανισμός βοήθειας // η οργάνωση βοήθειας [synonym] ...
- HILFSZEITWORT, das... [zB.: είμαι, έχω] = το βοηθητικό ρήμα ...
- HIMALAJA, der [bzw.] HIMALAYA, der... = τα Ιμαλάια (Gen.: των Ιμαλαΐων) ...
- HIMBEERE, die... = το (κόκκινο) βατόμουρο // το σμέουρο (Gen.: του σμέουρου) ...
- HIMMELFAHRT, die... • Christi Himmelfahrt [Feiertag] ° η Πέμπτη της Αναλήψεως • Mariä Himmelfahrt (15....
- HIMMELREICH, das... [biblischer Ausdruck] = η βασιλεία των ουρανών ...
- HIMMELSRICHTUNG, die... = το σημείο του ορίζοντα: • die vier Himmelsrichtungen (Norden, Süden, Osten, Westen) ° τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα (βορράς, νότος,...
- HIN... 1) [allgemein]:...
- HINAB+... vgl. hinunter+ ...
- HINARBEITEN... • Alle Angestellten (= Mitarbeiter) ~arbeiten auf dieses Ziel hin (steuern auf dieses Ziel zu / hin). [sc....
- HINAUF... • Bitte nicht dort hinauf. [auf den Cobenzl will ich nicht fahren] ° Σε παρακαλώ, όχι εκεί πάνω. [Anm.: πάνω heißt also nicht nur "oben",...
- HINAUFBRINGEN... s. hinauftragen ...
- HINAUFFAHREN... 1) ανεβαίνω: • mit dem Lift hinauffahren [zB. in den zweiten Stock] ° ανεβαίνω με το ασανσέρ • seine Eltern,...