HILFSARBEITER, der / HILFSARBEITERΙΝ, die


1) der Hilfsarbeiter  °  ο ανειδίκευτος εργάτης:

• er arbeitete in verschiedenen Fabriken als Hilfsarbeiter  °  εργάστηκε σε διάφορα εργοστάσια ως ανειδίκευτος εργάτης


2) die Hilfsarbeiterin  °  η ανειδίκευτη εργάτρια


Weitere Wörter:

Vorher
  • HIEROGLYPHEN+... = ιερογλυφικός, -ή, -ό: • die Hieroglyphenschrift ° η ιερογλυφική γραφή ...
  • HIGH... • "high" sein [infolge der Einnahme von Drogen] ° είμαι μαστουρωμένος (-η,...
  • HIGH-TECH-... • High-Tech-Produkte ° προϊόντα υψηλής τεχνολογίας ...
  • HIGHWAY, der... • auf den elektronischen Highways (= auf den Daten-Highways) [im Internet] ° στις ηλεκτρονικές λεωφόρους ...
  • HILFE, die... 1) [allgemein]: η βοήθεια: • Jorgos um Hilfe bitten ° ζητώ την βοήθεια του Γιώργου • Herr Präsident,...
  • HILFELEISTUNG, die... = η προσφορά βοηθείας:...
  • HILFERUF, der / HILFESCHREI, der... • die Hilferufe (die Hilfeschreie) Elenis ° οι κραυγές για βοήθεια της Ελένης [bzw. auch]:...
  • HILFLOS... 1) αβοήθητος, -η, -ο: • wird [= die Menschen] werden als hilflose Säuglinge geboren ° γεννιόμαστε αβοήθητα βρέφη • Ich [weibl.] fühlte mich hilflos,...
  • HILFLOSIGKEIT, die... = η ανημπόρια [bzw.] η ανημποριά: • In meiner Hilflosigkeit [sc....
  • HILFREICH... 1) βοηθητικός, -ή, -ό: • Der Gebrauch der Untertitel [sc....
Nachher:
  • HILFSBEDÜRFTIGKEIT, die... = η ανάγκη για βοήθεια:...
  • HILFSBEREIT... (gefällig) = εξυπηρετικός, -ή, -ό // πρόθυμος, -η, -ο (να βοηθήσω) ...
  • HILFSBEREITSCHAFT, die... 1) η προθυμία για βοήθεια 2) η εξυπηρετικότητα ...
  • HILFSMITTEL, das... 1) το βοηθητικό μέσο: • unerlaubte Hilfsmittel [bei der Ablegung einer Prüfung] ° βοηθητικά μέσα που δεν επιτρέπονται 2) το βοήθημα: • Bücher,...
  • HILFSORGANISATION, die... [zB. das Rote Kreuz] = ο οργανισμός βοήθειας // η οργάνωση βοήθειας [synonym] ...
  • HILFSZEITWORT, das... [zB.: είμαι, έχω] = το βοηθητικό ρήμα ...
  • HIMALAJA, der [bzw.] HIMALAYA, der... = τα Ιμαλάια (Gen.: των Ιμαλαΐων) ...
  • HIMBEERE, die... = το (κόκκινο) βατόμουρο // το σμέουρο (Gen.: του σμέουρου) ...
  • HIMMEL, der... 1) [allgemein]: ο ουρανός: • der Himmel ist blau ° ο ουρανός είναι γαλανός • Sonne(nschein), klarer Himmel ° ήλιος,...