HIMALAJA, der [bzw.] HIMALAYA, der


=  τα Ιμαλάια   (Gen.: των Ιμαλαΐων)


Weitere Wörter:

Vorher
  • HILFLOS... 1) αβοήθητος, -η, -ο: • wird [= die Menschen] werden als hilflose Säuglinge geboren ° γεννιόμαστε αβοήθητα βρέφη • Ich [weibl.] fühlte mich hilflos,...
  • HILFLOSIGKEIT, die... = η ανημπόρια [bzw.] η ανημποριά: • In meiner Hilflosigkeit [sc....
  • HILFREICH... 1) βοηθητικός, -ή, -ό: • Der Gebrauch der Untertitel [sc....
  • HILFSARBEITER, der / HILFSARBEITERΙΝ, die... 1) der Hilfsarbeiter ° ο ανειδίκευτος εργάτης:...
  • HILFSBEDÜRFTIGKEIT, die... = η ανάγκη για βοήθεια:...
  • HILFSBEREIT... (gefällig) = εξυπηρετικός, -ή, -ό // πρόθυμος, -η, -ο (να βοηθήσω) ...
  • HILFSBEREITSCHAFT, die... 1) η προθυμία για βοήθεια 2) η εξυπηρετικότητα ...
  • HILFSMITTEL, das... 1) το βοηθητικό μέσο: • unerlaubte Hilfsmittel [bei der Ablegung einer Prüfung] ° βοηθητικά μέσα που δεν επιτρέπονται 2) το βοήθημα: • Bücher,...
  • HILFSORGANISATION, die... [zB. das Rote Kreuz] = ο οργανισμός βοήθειας // η οργάνωση βοήθειας [synonym] ...
  • HILFSZEITWORT, das... [zB.: είμαι, έχω] = το βοηθητικό ρήμα ...
Nachher:
  • HIMBEERE, die... = το (κόκκινο) βατόμουρο // το σμέουρο (Gen.: του σμέουρου) ...
  • HIMMEL, der... 1) [allgemein]: ο ουρανός: • der Himmel ist blau ° ο ουρανός είναι γαλανός • Sonne(nschein), klarer Himmel ° ήλιος,...
  • HIMMELFAHRT, die... • Christi Himmelfahrt [Feiertag] ° η Πέμπτη της Αναλήψεως • Mariä Himmelfahrt (15....
  • HIMMELREICH, das... [biblischer Ausdruck] = η βασιλεία των ουρανών ...
  • HIMMELSRICHTUNG, die... = το σημείο του ορίζοντα: • die vier Himmelsrichtungen (Norden, Süden, Osten, Westen) ° τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα (βορράς, νότος,...
  • HIN... 1) [allgemein]:...
  • HINAB+... vgl. hinunter+ ...
  • HINARBEITEN... • Alle Angestellten (= Mitarbeiter) ~arbeiten auf dieses Ziel hin (steuern auf dieses Ziel zu / hin). [sc....
  • HINAUF... • Bitte nicht dort hinauf. [auf den Cobenzl will ich nicht fahren] ° Σε παρακαλώ, όχι εκεί πάνω. [Anm.: πάνω heißt also nicht nur "oben",...