HIMMELFAHRT, die


• Christi Himmelfahrt [Feiertag]  °  η Πέμπτη της Αναλήψεως

• Mariä Himmelfahrt (15. August)  °  η Κοίμηση της Θεοτόκου (15 Αυγούστου)


Weitere Wörter:

Vorher
  • HILFSARBEITER, der / HILFSARBEITERΙΝ, die... 1) der Hilfsarbeiter ° ο ανειδίκευτος εργάτης:...
  • HILFSBEDÜRFTIGKEIT, die... = η ανάγκη για βοήθεια:...
  • HILFSBEREIT... (gefällig) = εξυπηρετικός, -ή, -ό // πρόθυμος, -η, -ο (να βοηθήσω) ...
  • HILFSBEREITSCHAFT, die... 1) η προθυμία για βοήθεια 2) η εξυπηρετικότητα ...
  • HILFSMITTEL, das... 1) το βοηθητικό μέσο: • unerlaubte Hilfsmittel [bei der Ablegung einer Prüfung] ° βοηθητικά μέσα που δεν επιτρέπονται 2) το βοήθημα: • Bücher,...
  • HILFSORGANISATION, die... [zB. das Rote Kreuz] = ο οργανισμός βοήθειας // η οργάνωση βοήθειας [synonym] ...
  • HILFSZEITWORT, das... [zB.: είμαι, έχω] = το βοηθητικό ρήμα ...
  • HIMALAJA, der [bzw.] HIMALAYA, der... = τα Ιμαλάια (Gen.: των Ιμαλαΐων) ...
  • HIMBEERE, die... = το (κόκκινο) βατόμουρο // το σμέουρο (Gen.: του σμέουρου) ...
  • HIMMEL, der... 1) [allgemein]: ο ουρανός: • der Himmel ist blau ° ο ουρανός είναι γαλανός • Sonne(nschein), klarer Himmel ° ήλιος,...
Nachher:
  • HIMMELREICH, das... [biblischer Ausdruck] = η βασιλεία των ουρανών ...
  • HIMMELSRICHTUNG, die... = το σημείο του ορίζοντα: • die vier Himmelsrichtungen (Norden, Süden, Osten, Westen) ° τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα (βορράς, νότος,...
  • HIN... 1) [allgemein]:...
  • HINAB+... vgl. hinunter+ ...
  • HINARBEITEN... • Alle Angestellten (= Mitarbeiter) ~arbeiten auf dieses Ziel hin (steuern auf dieses Ziel zu / hin). [sc....
  • HINAUF... • Bitte nicht dort hinauf. [auf den Cobenzl will ich nicht fahren] ° Σε παρακαλώ, όχι εκεί πάνω. [Anm.: πάνω heißt also nicht nur "oben",...
  • HINAUFBRINGEN... s. hinauftragen ...
  • HINAUFFAHREN... 1) ανεβαίνω: • mit dem Lift hinauffahren [zB. in den zweiten Stock] ° ανεβαίνω με το ασανσέρ • seine Eltern,...
  • HINAUFFÜHREN... 1) [transitiv]: a) ανεβάζω: • Dann führte sie ihn die Treppe [des Mietshauses] hinauf,...