JEMENITISCH
1) [personenbezogen]: υεμένιος / υεμένια
2) [sachbezogen]: υεμενικός, -ή, -ό
Weitere Wörter:
Vorher
- JEDERZEIT... 1) (σ’) οποιαδήποτε στιγμή: • sie [sc....
- JEDOCH... 1) όμως // αλλά 2) ωστόσο:...
- JEDWEDER / JEDWEDE / JEDWEDES... = οποιοσδήποτε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε:...
- JEEP, der... [Fahrzeug] = το τζιπ ...
- JEHER... • von (seit) jeher / schon immer ° ανέκαθεν // από πάντα ...
- JEHOVA... • er/sie ist Zeuge Jehovas ° είναι μάρτυρας του Ιεχωβά ...
- JEMALS... 1) ποτέ: • Wenn ich jemals heirate, [...] ° Αν ποτέ παντρευτώ, [...] • [...] ohne dass mir jemals etwas passiert ist ° [......
- JEMAND... Übersicht: 1) κάποιος 2) κανείς 3) κανένας 4) Verb in der dritten Person/Plural 5) Sonstiges Übersetzungsbeispiele: 1) κάποιος: (bzw. gegebenenfalls:...
- JEMEN, der... = η Υεμένη ...
- JEMENIT, der / JEMENITIN, die... 1) der Jemenit ° ο Υεμένιος 2) die Jemenitin ° η Υεμένια ...
Nachher:
- JEN, der... [japanische Währung] s. Yen, der ...
- JENER / JENE / JENES... 1) εκείνος, -η, -ο // αυτός, -ή, -ό:...
- JENSEITS [Präposition]... 1) πέραν (+ Gen.): • jenseits der Grenze(n) der EU ° πέραν των συνόρων της ΕΕ 2) πέρα από:...
- JENSEITS, das... = το υπερπέραν ...
- JERUSALEM... = η Ιερουσαλήμ [Anm.: η !] ...
- JESAJA... s. Isaia(s) ...
- JESUIT, der... = ο Ιησουίτης (Pl.: οι Ιησουίτες / Gen.: των Ιησουϊτών [bzw.] των Ιησουιτών) ...
- JESUITEN+... • der Jesuitenorden ° το τάγμα των Ιησουιτών ...
- JESUS... = ο Ιησούς (Gen.: του Ιησού / Akk.: τον Ιησού) [bzw.] Jesus Christus ° ο Ιησούς Χριστός ...