ANSCHREIEN


1) (σου / του, ...) βάζω τις φωνές:

• sie schrie ihn an  °  του έβαλε τις φωνές

• Ich schrie ihn am Telefon an.  °  Του έβαλα τις φωνές στο τηλέφωνο.

• als mich der Direktor anschrie  °  όταν μούβαζε [= μου ’βαζε] τις φωνές ο διευθυντής

• du schriest deine Mutter an  °  έβαλες τις φωνές στη μητέρα σου


2) (σου / του, ...) φωνάζω:

• Er begann, mich am Telefon anzuschreien (Er begann, mit mir am Telefon zu schreien), und legte dann abrupt auf.  °  Άρχισε να μου φωνάζει στο τηλέφωνο και ύστερα έκλεισε απότομα.

• sie [die beiden Männer] begannen sich (= einander) anzuschreien  °  άρχισαν να φωνάζουν ο ένας στον άλλον


3) Sonstiges:

• Schrei mich nicht an. / Hör auf zu schreien. [Aufforderung gegenüber dem Ge­sprächs­partner am Telefon]  °  Σταμάτα τις φωνές.

• anschreien: vgl. auch anbrüllen  


Weitere Wörter: