ANSCHREIEN
1) (σου / του, ...) βάζω τις φωνές:
• sie schrie ihn an ° του έβαλε τις φωνές
• Ich schrie ihn am Telefon an. ° Του έβαλα τις φωνές στο τηλέφωνο.
• als mich der Direktor anschrie ° όταν μούβαζε [= μου ’βαζε] τις φωνές ο διευθυντής
• du schriest deine Mutter an ° έβαλες τις φωνές στη μητέρα σου
2) (σου / του, ...) φωνάζω:
• Er begann, mich am Telefon anzuschreien (Er begann, mit mir am Telefon zu schreien), und legte dann abrupt auf. ° Άρχισε να μου φωνάζει στο τηλέφωνο και ύστερα έκλεισε απότομα.
• sie [die beiden Männer] begannen sich (= einander) anzuschreien ° άρχισαν να φωνάζουν ο ένας στον άλλον
3) Sonstiges:
• Schrei mich nicht an. / Hör auf zu schreien. [Aufforderung gegenüber dem Gesprächspartner am Telefon] ° Σταμάτα τις φωνές.
• anschreien: vgl. auch anbrüllen
Weitere Wörter:
- ANSCHLAGTAFEL, die......
- ANSCHLEICHEN......
- ANSCHLIESSEN (anschließen)......
- ANSCHLIESSEND (anschließend)......
- ANSCHLUSS, der......
- ANSCHLUSSGEBÜHR, die......
- ANSCHNALLEN......
- ANSCHNEIDEN......
- ANSCHRAUBEN......
- ANSCHREIBEN......
- ANSCHRIFT, die......
- ANSCHULDIGUNG, die......
- ANSCHWEIGEN......
- ANSCHWELLEN ......
- ANSCHWINDELN......
- ANSEHEN (incl. ANSCHAUEN)......
- ANSEHEN, das......
- ANSETZEN......
- ANSICHT, die......