ANSETZEN


• die meisten Ökonomen setzen (siedeln) den Ursprung [wörtl.: die Herkunft] des Geldes sehr früh an [sc. vor mehreren tausend Jahren]  °  οι περισσότεροι οικονομολόγοι τοποθετούν πολύ νωρίς την προέλευση του χρήματος

• Wir sprechen über das "Lied der 60-er Jahre", das heißt eine Periode, deren Ende (etwas schematisch) 1974 [= Sturz der Junta] angesetzt (angesiedelt) wird.  °  Μιλάμε για το "τραγούδι του ’60", μια περίοδο δηλαδή που το τέρμα της τοποθετείται (λίγο σχηματικά) το ’74.

• Die Parade ist für den 25. Juni angesetzt (worden), also heute in einem Monat.  °  Η παρέλαση έχει οριστεί για τις 23 Ιουνίου, δηλαδή σε ένα μήνα από σήμερα.

• Mit deiner Unterstützung werde ich alle Ziele errei­chen, so hoch sie auch ~(an)ge­setzt (~ge­steckt) sind [wörtl.: so hoch diese auch sind].  °  Με τη δική σου υποστήριξη θα επιτύχω όλους τους στόχους, όσο ψηλά κι αν είναι αυτοί.   [Anm.: ψηλά - Alfa!]


Weitere Wörter: