ABNEIGUNG, die


1) η αποστροφή (gegen = για // gegenüber = προς):

• seine Abneigung gegen alles, was [in der Musik] mit Technologie zusammenhängt [wie Klangerzeugung durch Computer etc.]  °  η αποστροφή του για οτιδήποτε σχετίζεται με την τεχνολογία

• Schon immer verspürte (hatte) ich eine Abneigung gegen […]  °  Από πάντα ένιωθα μια αποστροφή για [...]

• ihre Abneigung gegen manche ~Lebensmittel  °  η αποστροφή τους για κάποιες τροφές

• […] und – trotz seiner Abneigung gegenüber Spitälern – beschloss er mich zu be­gleiten [als ich zu einer Röntgenuntersuchung in ein Krankenhaus fahren musste].  °  [...] και – παρά την αποστροφή του προς τα νοσοκομεία – αποφάσισε να με συνοδεύσει.


2) η αντιπάθεια (gegen = για):

• Genauso groß wie Petros' Liebe zu den Stones [= für die Musik der Rolling Stones] war (auch) seine Abneigung gegen Techno(-Musik) und alles, was mit ihr zusammen­hing.  °  Όσο μεγάλη ήταν η αγάπη του Πέτρου για τους Stones, άλλο τόσο μεγάλη ήταν και η αντιπάθειά του για την τέκνο και για καθετί που είχε σχέση μαζί της.


3) Sonstiges:

• Viele Menschen haben eine Abneigung gegen die Sonntage (… mögen die Sonntage nicht), weil sie sie langweilig finden.  °  Πολλοί άνθρωποι αντιπαθούν τις Κυριακές, γιατί τις βρίσκουν πληκτικές.

Weitere Wörter: