ABRUPT


=  απότομος, -η, -ο:

• das abrupte Bremsen [zB. eines Zuges oder Autos]  °  το απότομο φρενάρισμα

• der abrupte Anstieg / die abrupte Zunahme  °  η απότομη αύξηση

• sein Lachen bricht abrupt ab  °  το γέλιο του κόβεται απότομα


Weitere Wörter:

Nachher: