ABSCHIEDS+


=  αποχαιρετιστήριος, -α, -ο:

• der Abschiedsbrief [eines Selbstmörders]  °  η αποχαιρετιστήρια επιστολή  //  το αποχαιρετιστήριο γράμμα

• die Abschiedsfeier [die jemand zB. beim Ausscheiden aus einem Unternehmen veran­staltet]  °  η αποχαιρετιστήρια γιορτή

• das Abschiedsgeschenk  °  το αποχαιρετιστήριο δώρο

• der Abschiedskuss  °  το αποχαιρετιστήριο φιλί


Weitere Wörter:

Vorher