ABSEHBAR


1) προβλέψιμος, -η, -ο:

• Die absehbaren (vorhersehbaren) Folgen [dieser Wirtschaftspolitik] waren Massen­ent­lassungen in der Industrie.  °  Οι προβλέψιμες συνέπειες ήταν μαζικές απολύσεις στην βιομηχανία.


2) Sonstiges:

• in absehbarer Zeit [wörtl.: in der nahen Zukunft]  °  στο εγγύς μέλλον


Weitere Wörter: