GEGENSATZ, der


1) [allgemein]:

       a) [iS von: Gegensätzlichkeit]: η αντίθεση:

• Im Vergleich [von Jannis] mit Petros (Verglichen mit Petros) könnte es [hinsichtlich Per­sönlichkeit, Wesensart etc.] keinen größeren Gegensatz geben.  °  Σε σύγκριση με τον Πέτρο, δε θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη αντίθεση.

• die Verschärfung des Gegensatzes Arm / Reich [wörtl.: (zwischen) Armut (und) Reich­tum]  °  η όξυνση της αντίθεσης φτώχειας / πλούτου

• die Verschärfung der sozialen Gegensätze  °  η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων

       b) [iS von: Gegensätzliches]: το αντίθετο:

• (die) Gegensätze ziehen sich an  °  τα αντίθετα έλκονται


2) im Gegensatz zu (dazu):

       a) im Gegensatz zu ...  °  αντίθετα από ... / αντίθετα με ... / αντίθετα προς ... / σε αντίθεση προς ... :

• Mein Freund Kostas glaubt im Gegensatz zu mir, dass sich (die) Geschichte nicht wiederholt.  °  Ο φίλος μου Κώστας πιστεύει αντίθετα από μένα ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται.

• Im Gegensatz zu dem, was in einem [Zeitungs-]Artikel behauptet wurde, ist es sehr unwahr­scheinlich, dass [...]  °  Αντίθετα απ’ ότιυποστηρίχτηκε σ’ ένα άρθρο είναι πολύ απίθανο να [...]     *[Anm.: richtig wohl: ό,τι]

• Im Gegensatz zu dem, was bis jetzt geschah, [...]  °  Αντίθετα με το ό,τι συνέβαινε μέχρι τώρα, [...]

• die Pasok anerkennt im Gegensatz zur N.D. (anders als die N.D.) [...]  °  το ΠΑΣΟΚ σε αντίθεση προς τη Ν.Δ. αναγνωρίζει [...]

       b) im Gegensatz dazu  °  αντίθετα


3) im Gegensatz stehen (zu …):  

       a) είμαι αντίθετος (-η, -ο) (με …):

• Die Regelungen des Gesetzentwurfes stehen im Gegensatz (im Widerspruch) zur Verfassung (widersprechen der Verfassung).  °  Οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου είναι αντίθετες με το Σύνταγμα.

• Diese Positionen (Standpunkte) stehen in diametralem Gegensatz zu jenen des Euro­pä­ischen Parlaments. (Diese Positionen/Standpunkte sind zu jenen des Europäischen Parlaments diametral entgegengesetzt.)  °  Αυτές οι θέσεις είναι εκ διαμέτρου αντίθετες με εκείνες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

       b) έρχομαι σε αντίθεση (με ...):

• er (sie/es) steht in krassem Gegensatz zu ...  °  έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με ...


Weitere Wörter:

Vorher
  • GEGEBENENFALLS... 1) εφόσον υπάρχει περίπτωση:...
  • GEGEBENHEIT, die... = το δεδομένο: • geographische Gegebenheiten / geographische Umstände ° γεωγραφικά δεδομένα ...
  • GEGEN... Übersicht: 1) κατά (+ Gen.) 2) εναντίον (+ Gen.) // ενάντια σε 3) αντίθετος (-η, -ο) σε / με 4) σε βάρος (+ Gen.) [bzw.] εις βάρος (+ Gen....
  • GEGENARGUMENT, das... = το αντεπιχείρημα ...
  • GEGENBEISPIEL, das... = το αντιπαράδειγμα: • Gegenbeispiele [zu den eben angeführten] ° αντιπαραδείγματα ...
  • GEGEND, die... 1) η περιοχή: • die Gegend (das Gebiet),...
  • GEGENFAHRBAHN, die... = το αντίθετο ρεύμα (κυκλοφορίας) [= wörtl.: der entgegengesetzte (Verkehrs-)Strom]: • das Auto, das Nikos lenkte,...
  • GEGENGEWICHT, das... = το αντίβαρο:...
  • GEGENLEISTUNG, die... 1) το αντάλλαγμα:...
  • GEGENRICHTUNG, die... 1) η αντίθετη κατεύθυνση: • die Fahrstreifen,...
Nachher:
  • GEGENSÄTZLICH... = αντίθετος, -η, -ο:...
  • GEGENSEITIG... 1) αμοιβαίος, -α, -ο: • Sie brauchen mich nicht, ich weiß es, aber i c h brauche sie auch nicht. Es ist gegen­seitig. ° Δεν με χρειάζονται, το ξέρω,...
  • GEGENSEITIGKEIT, die... (Reziprozität, die) = η αμοιβαιότητα ...
  • GEGENSPRECHANLAGE, die... [an der Haustür; das "Türtelefon"] = το θυροτηλέφωνο ...
  • GEGENSTAND, der... 1) [iS von Ding, Objekt]: το αντικείμενο: • die Anarchisten errichteten Straßensperren (Barrikaden) mit Sesseln,...
  • GEGENSTÄNDLICH... 1) προκείμενος, -η, -ο: • im gegenständlichen Fall / im vorliegenden Fall ° στην προκείμενη* περίπτωση *[auch: προκειμένη] 2) οικείος, -α, -ο:...
  • GEGENSTÜCK, das... 1) το αντίστοιχο: • jemand, der [hinsichtlich Verhalten bzw....
  • GEGENTEIL, das... 1) [allgemein]: a) το αντίθετο: • Jannis war genau das Gegenteil von Takis. [zB....
  • GEGENTEILIG... = αντίθετος, -η, -ο • selbst wenn sie [sc....