HEUTE


1) σήμερα:

• Heute vor 45 Jahren wurde in Athen die "EAM" gegründet.  °  Σαν σήμερα πριν 45 χρόνια, ιδρύθηκε στην Αθήνα το ΕΑΜ.

• Heute vor 56 Jahren, am 18. November 1942, […]  °  Πριν από 56 χρόνια, σαν σήμερα, στις 18 Νοεμβρίου 1942, [...]

• Heute vor einem Jahr […]  °  Πέρυσι, σαν σήμερα, [...]

• Die Parade ist für den 25. Juni angesetzt (worden), also heute in einem Monat [wörtl.: in einem Monat ab heute].  °  Η παρέλαση έχει οριστεί για τις 23 Ιουνίου, δηλαδή σε ένα μήνα από σήμερα.


2) Sonstiges:

• ... [die Begegnung, der Vorfall etc.] von heute Vormittag [wörtl.: des heutigen Vormit­tags]  °  [...] του σημερινού πρωινού


Weitere Wörter:

Vorher
  • HEUCHELN... 1) υποκρίνομαι 2) προσποιούμαι: • geheuchelt / gespielt / vorgetäuscht [zB. Selbstvertrauen] ° προσποιητός, -ή,...
  • HEUER... (in diesem Jahr) = (ε)φέτος [Anm.: Lt. Α. Μάνεσης: Η νεοελληνική γλώσσα στη νομική επιστήμη, S. 63,...
  • HEUERNTE, die... = η συγκομιδή του χόρτου [DF+GF aus: Haushofer: Die Wand] ...
  • HEUGABEL, die... = το δίκρανο [bzw.] το δικράνι ...
  • HEULEN... 1) [zB. eine Sirene]: a) ουρλιάζω: • die Sirene [zB. des Polizeiautos] heult ° η σειρήνα ουρλιάζει b) das Heulen ° το ουρλιαχτό:...
  • HEURIGER (der Heurige)... 1) [sc. das Wiener Weinlokal] ° η κρασοταβέρνα * // το ταβερνείο με τοπικό οίνο ** 2) [sc....
  • HEURIGER, -e, -es... = εφετινός, -ή, -ό [bzw.] φετινός, -ή, -ό: • aus Anlass des heurigen Jubiläums [sc. des 250....
  • HEUSCHNUPFEN, der... = το αλλεργικό συνάχι [GF+DF aus: Griechisch für die Reise (Berlitz)] ...
  • HEUSCHOBER, der // HEUSTADEL, der... = ο αχυρώνας ...
  • HEUSCHRECKE, die... = η ακρίδα ...
Nachher:
  • HEUTIGER, -e, -es... = σημερινός, -ή, -ό: • Vier Kinder alleine (als Frau) aufzuziehen, ist in der heutigen Zeit nicht gerade eine Klei­nig­keit....
  • HEUTZUTAGE... 1) σήμερα 2) στις μέρες μας: • Es gibt heutzutage einen breiten Konsens (eine breite Übereinstimmung) über [= hin­sicht­lich / betreffend] [......
  • HEXE, die... = η μάγισσα: • Riesen, Feen und Hexen ° γίγαντες,...
  • HIER... 1) εδώ [bzw.] Konstruktionen mit εδώ: a) εδώ // εδώ πέρα: • die Straße, die hier sehr abschüssig ist ° ο δρόμος,...
  • HIERARCHIE, die... = η ιεραρχία ...
  • HIERARCHISCH... = ιεραρχικός, -ή, -ό: • die hierarchischen Strukturen ° οι ιεραρχικές δομές ...
  • HIERHER... 1) εδώ // εδώ πέρα // μέχρι εδώ: • Wenn ich das gewusst hätte, hätte ich sie nicht hierher gebracht. ° Αν το ήξερα δεν θα την έφερνα εδώ....
  • HIERMIT / HIEMIT... vgl. damit (Z 2 und Z 4) ...
  • HIEROGLYPHEN, die... = τα ιερογλυφικά ...