IHM
[Personalpronomen]
1) [unbetonte Form]: του
2) [betonte Form]:
a) σ’ αυτόν [bzw.] σ’ εκείνον
b) αυτού // αυτουνού:
• Er bat mich, dass ich auch ihm [ebenso wie den anderen] meine Adresse gebe. Ich gab sie ihm. ° Με παρακάλεσε να του δώσω κι αυτού τη διεύθυνσή μου. Του την έδωσα.
• Von i h m [zB.: von Vater] waren die Bilder mit den Bäumen [gemalt worden]. ° Αυτουνού ήταν οι πίνακες με τα δέντρα.
c) εκείνου:
• Takis hatte auch bei ihm (ihn) in der Nacht angerufen. ° Του είχε τηλεφωνήσει κι εκείνου ο Τάκης τη νύχτα.
• Ich habe etwas gesehen, das i h m entgangen ist. ° Εγώ είδα κάτι που εκείνου τού διέφυγε.
Weitere Wörter:
Vorher
- IDENTISCH... • identisch (mit) ° ταυτόσημος, -η, -ο (με) ...
- IDENTITÄT, die... = η ταυτότητα ...
- IDIOT, der... 1) [als Schimpfwort]: a) ο ανόητος: • Diese Idioten! / Diese Dummköpfe!...
- IDOMENEO... ("Idomeneo") [Oper von Mozart] = "Ιδομενέας" [Anm.: -νέας !] [Anm.: Nom. / Gen. / Akk. des Namens Idomeneo:...
- IDOMENI... [griechischer Ort an der Grenze zu "Fyrom"/Mazedonien] = η Ειδομένη ...
- IDYLLE, die... [iS von: idyllische Umgebung/Landschaft] = το ειδυλλιακό τοπίο ...
- IDYLLISCH... = ειδυλλιακός, -ή, -ό:...
- IGEL, der... = ο σκαντζόχοιρος (Gen.: του σκαντζόχοιρου) ...
- IGNORANT, der... • "Der Ignorant und der Wahnsinnige" [Theaterstück von Thomas Bernhard] ° "Ο αδαής και ο τρελός" ...
- IGNORIEREN... 1) αγνοώ (-είς): • Sie ignorieren die Ratschläge. ° Αγνοούν τις συμβουλές. • sie ignorieren die Weisung [iS von:...
Nachher:
- IHNEN... [Personalpronomen / Dativ ("ihnen" bzw. "Ihnen")] 1) [unbetonte Form]: a) [3.Pers./Plural (= "ihnen")]: τους b) [Höflichkeitsform (= "Ihnen")]:...
- IHR... 1) [Personalpronomen – 3. Person / Singular / Femininum / Dativ]: a) [unbetonte Form]: της b) [betonte Form]: aa) σ’ αυτή(ν) [bzw.] σ’ εκείνη:...
- IHRERSEITS... s. unter meinerseits ...
- IHRESGLEICHEN... s. unter meinesgleichen ...
- IKONE, die... = το εικόνισμα // η εικόνα ...
- ILLEGAL... 1) παράνομος, -η, -ο 2) Sonstiges: • die illegalen Einwanderer ° οι λαθρομετανάστες ...
- ILLEGALITÄT, die... = η παρανομία ...
- ILLINOIS... [US-Bundesstaat] = το Ιλινόι [bzw. auch:] το Ιλινόις ...
- ILLUSION, die... 1) η αυταπάτη:...