IHNEN
[Personalpronomen / Dativ ("ihnen" bzw. "Ihnen")]
1) [unbetonte Form]:
a) [3.Pers./Plural (= "ihnen")]: τους
b) [Höflichkeitsform (= "Ihnen")]: σας
2) [betonte Form]:
a) [3.Pers./Plural (= "ihnen")]: (αυτών [bzw.]*) σ’ αυτούς, σ’ αυτές, σ’ αυτά
b) [Höflichkeitsform (= "Ihnen")]: σ’ εσάς ([bzw.] σε σας) [und] εσάς
Weitere Wörter:
Vorher
- IDENTITÄT, die... = η ταυτότητα ...
- IDIOT, der... 1) [als Schimpfwort]: a) ο ανόητος: • Diese Idioten! / Diese Dummköpfe!...
- IDOMENEO... ("Idomeneo") [Oper von Mozart] = "Ιδομενέας" [Anm.: -νέας !] [Anm.: Nom. / Gen. / Akk. des Namens Idomeneo:...
- IDOMENI... [griechischer Ort an der Grenze zu "Fyrom"/Mazedonien] = η Ειδομένη ...
- IDYLLE, die... [iS von: idyllische Umgebung/Landschaft] = το ειδυλλιακό τοπίο ...
- IDYLLISCH... = ειδυλλιακός, -ή, -ό:...
- IGEL, der... = ο σκαντζόχοιρος (Gen.: του σκαντζόχοιρου) ...
- IGNORANT, der... • "Der Ignorant und der Wahnsinnige" [Theaterstück von Thomas Bernhard] ° "Ο αδαής και ο τρελός" ...
- IGNORIEREN... 1) αγνοώ (-είς): • Sie ignorieren die Ratschläge. ° Αγνοούν τις συμβουλές. • sie ignorieren die Weisung [iS von:...
- IHM... [Personalpronomen] 1) [unbetonte Form]: του 2) [betonte Form]: a) σ’ αυτόν [bzw.] σ’ εκείνον b) αυτού // αυτουνού: • Er bat mich,...
Nachher:
- IHR... 1) [Personalpronomen – 3. Person / Singular / Femininum / Dativ]: a) [unbetonte Form]: της b) [betonte Form]: aa) σ’ αυτή(ν) [bzw.] σ’ εκείνη:...
- IHRERSEITS... s. unter meinerseits ...
- IHRESGLEICHEN... s. unter meinesgleichen ...
- IKONE, die... = το εικόνισμα // η εικόνα ...
- ILLEGAL... 1) παράνομος, -η, -ο 2) Sonstiges: • die illegalen Einwanderer ° οι λαθρομετανάστες ...
- ILLEGALITÄT, die... = η παρανομία ...
- ILLINOIS... [US-Bundesstaat] = το Ιλινόι [bzw. auch:] το Ιλινόις ...
- ILLUSION, die... 1) η αυταπάτη:...
- ILLUSTRIEREN... = εικονογραφώ (-είς): • die Kinderbücher,...