ANSCHAULICH


1) παραστατικός, -ή, -ό:

• Er beschrieb mir die ganze Szene des Sterbens von Nikos [an einem Herzinfarkt] so an­schaulich (so plastisch / so lebendig), dass ich tatsächlich auch selbst etwas wie ein Stechen am Herz spürte, einen unbestimmten Schmerz.  °  Μου περιέγραψε τόσο παραστατικά όλη τη σκηνή του θανάτου του Νίκου, που πραγματικά ένιωσα κι εγώ κάτι σαν τσίμπημα στην καρδιά, έναν αόριστο πόνο.


2) ανάγλυφος, -η, -ο:

• Nichts zeigt anschaulicher (plastischer) unsere Schwäche, als nationale Einheit zu ~agieren und das breitere nationale Interesse zu berücksichtigen, als die Reaktionen der Tabakproduzenten [auf den Steuergesetz-Entwurf].  °  Τίποτα δεν δείχνει περισσό­τερο ανάγλυφα την αδυναμία μας να λειτουργήσουμε ως εθνικό σύνολο και να λάβουμε υπόψιν μας το ευρύτερο εθνικό συμφέρον, από τις αντιδράσεις των καπνοπαραγωγών.


Weitere Wörter: