BISHER


1) μέχρι στιγμής:

• er [sc. der Film] kostete 8 Millionen Dollar und spielte bisher 25 Millionen Dollar ein  °  κόστισε 8 εκατομμύρια δολάρια και απέφερε μέχρι στιγμής 25 εκατομμύρια δολάρια

• aus bisher unbekannter Ursache  °  για άγνωστη μέχρι στιγμής αιτία


2) μέχρι τώρα:

• bisher (bis jetzt) hatte er weder die Kraft noch den Willen aufgebracht, [...] zu [...]  °  μέχρι τώρα δεν είχε βρει ούτε τη δύναμη ούτε τη θέληση να [...]

• Bisher (Bis jetzt) kannte ich ihn [sc. Petros] nur vom Sehen.  °  Μέχρι τώρα τον γνώριζα μόνο εξ όψεως.


3) Sonstiges:

• weitermachen wie bisher (weitermachen / genauso weitermachen) [zB. mit schädli­chen Angewohnheiten]  °  συνεχίζω τα ίδια


Weitere Wörter:

Vorher
  • BIOSIEGEL, das... • [der] Mais mit dem Bio-Siegel ° το καλαμπόκι με σφραγίδα βιολογικού προϊόντος [DF+GF aus:...
  • BIOTECHNOLOGIE, die... = η βιοτεχνολογία ...
  • BIOTOMATE, die... • die Biotomaten ° οι βιολογικές ντομάτες ...
  • BIOTOP, der/das... = ο βιότοπος ...
  • BIRMA... s. Burma ...
  • BIRNBAUM, der... = η αχλαδιά ...
  • BIRNE, die... 1) [Frucht]: το αχλάδι 2) [iS von: Glühbirne]: vgl. Glühbirne, die ...
  • BIRNENFÖRMIG... = αχλαδόμορφος, -η, -ο ...
  • BIS... Übersicht: A) [als Präposition]: 1) μέχρι (και) 2) ως (= ώς) (και) // έως (και) 3) [nur zum Ausdrücken einer Spanne]: με 4) ίσαμε 5) bis dann (gleich, bald,...
  • BISEXUELL... = αμφισεξουαλικός, -ή, -ό: • mit einem bisexuellen Mann ° με αμφισεξουαλικό άντρα ...
Nachher:
  • BISHERIGER, -e, -es... 1) ο (η / το) μέχρι τώρα ... :...
  • BISON, der... [Wildrind-Gattung] = ο βίσωνας ...
  • BISS, der... = το δάγκωμα: • von [= nach] einem Schlangenbiss [gerettet werden] ° από δάγκωμα φιδιού ...
  • BISSCHEN... 1) ein bisschen / ein wenig / etwas: a) λίγος, -η, -ο [bzw.] λίγο:...
  • BISSEN, der... = η μπουκιά: • Tom schluckte den letzten Bissen Brot (hinunter). ° Ο Τομ κατάπιε την τελευταία μπουκιά του ψωμιού....
  • BITTE [Partikel]... Gesamtübersicht: 1) [als Höflichkeitsfloskel bei Artikulation eines Wunsches] 2) bitte (schön) [Ausdruck des Anbietens (bzw....
  • BITTE, die... 1) η παράκληση: • auf Bitte (über Bitte) des Königs [nahm er den Posten als Botschafter in Paris an] ° κατά παράκληση του βασιλιά [bzw....
  • BITTEN... 1) παρακαλώ (-άς [und] -είς): (jemanden = κάποιον / um etwas = για κάτι) • Ich bat sie [telefonisch],...
  • BITTER... = πικρός, -ή, -ό ...