ABBIEGEN
1) abbiegen / einbiegen:
a) στρίβω:
• der Fahrer biegt nach rechts oder links ab ° ο οδηγός στρίβει προς τα δεξιά ή αριστερά
• Biegen Sie [= Taxilenker] an der nächsten Ecke rechts ab. ° Στρίψτε δεξιά στην επόμενη γωνία.
• Zuerst fährst du geradeaus, […], nach der vierten Kreuzung biegst du links ab, […] [Wegbeschreibung für einen Autofahrer] ° Πρώτα θα πας ίσια, [...], μετά από την τέταρτη διασταύρωση θα στρίψεις αριστερά, [...]
b) Konstruktion mit στροφή:
• Wo geht es [hier] zur Patmosstraße [= οδός Πάτμου]? (Wie kommt man [von hier] zur Patmosstraße?) – [Antwort:] Hier: rechts abbiegen (erste Ecke rechts), dann links, dann wieder rechts. ° Από που πηγαίνει για την Πάτμου; – Από δω: στροφή δεξιά, ύστερα αριστερά, ύστερα πάλι δεξιά. [Anm.: "που" richtig wohl: πού]
° απαγορεύεται η αριστερή στροφή [bzw.] απαγορεύεται η στροφή αριστερά //
απαγορεύεται η δεξιά στροφή [bzw.] απαγορεύεται η στροφή δεξιά
2) [iS von: beugen, krümmen]: λυγίζω:
• biegen Sie [= Patient/in] bitte kurz den Ellbogen ab / beugen Sie bitte kurz den Ellbogen ° παρακαλώ, λυγίστε λίγο τον αγκώνα
Weitere Wörter:
- *Allgemeines zum Wörterbuch*......
- AAL, der... [Fisch] = το χέλι...
- AB......
- ABÄNDERN......
- ABBAU, der......
- ABBAUEN......
- ABBEISSEN (abbeißen)......
- ABBERUFEN......
- ABBESTELLEN......
- ABBEZAHLEN......
- ABBIEGESPUR, die......
- ABBILD, das......
- ABBILDEN......
- ABBILDUNG, die......
- ABBLENDLICHT, das......
- ABBRECHEN......
- ABBREMSEN......
- ABBRENNEN......
- ABBRINGEN......