ABBAU, der


1) [von Bodenschätzen]: η εξόρυξη:

• der Abbau (die Förderung) der Braunkohle  °  η εξόρυξη του λιγνίτη

• der Uranabbau (die Uranförderung)  °  η εξόρυξη ουρανίου


2) [iS von: Demontage]: ….


3.1) [iS von: Reduzierung]: η μείωση:

• der Abbau von Personal / der Personalabbau [in Unternehmen]  °  η μείωση προσωπικού

• der Abbau der Arbeitslosigkeit  °  η μείωση της ανεργίας


3.2) [iS von: (schrittweise) Abschaffung / Beseitigung]: η (σταδιακή) κατάργηση:

• Der europäische Binnenmarkt entstand durch den Abbau von Regulierungen und Hemmnissen.  °  Η ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά δημιουργήθηκε με τη σταδιακή κατάργηση ρυθμίσεων και εμποδίων. *

[bzw.]

• Der Wettbewerb in Europa erfordert einen zügigen Subventionsabbau.  °  Ο ανταγωνισμός στην Ευρώπη απαιτεί γρήγορη κατάργηση των επιδοτήσεων. *

               *[DF+GF jeweils aus: Lafontaine/Müller: Globalisierung]


Weitere Wörter: