-αριά  [bei Zahlen]


Η κατάληξη -αριά, για αριθμούς πάνω από δέκα, σημαίνει "περίπου".

Χρησιμοποιείται για τους αριθμούς 10, 12, 15, 20, 25, 30, 35 κτλ. μέχρι 100, 150, 200, 300, 400, 500 κτλ. μέχρι 900. Για αριθμούς πάνω από 900 δεν χρησιμοποιείται. Το τελευταίο φωνήεντο του αριθμού χάνεται, π.χ. δεκ-αριά, δωδεκ-αριά, δεκαπεντ-αριά, εικοσ-αριά, ογδοντ-αριά, εκατονπενηντ-αριά, πεντακοσ-αριά.

Για το 100 λέγεται εκατοντ-αριά.

Το ποσό που δηλώνεται μ’ αυτόν τον τρόπο είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους, που έχει πάντοτε μπροστά του το άρθρο "μια" ή την αντωνυμία "καμιά" και δεν κλίνεται.

[ΛΔΗ, σ. 458]

Π.χ.:

• θυμήθηκε αμυδρά μια τέτοια βραδιά πριν από καμιά δεκαριά χρόνια  °  er erinnerte sich dunkel an einen ähnlichen Abend vor zirka zehn Jahren   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• από το δεύτερο αυτοκίνητο πηδάν κάτω καμιά δεκαπενταριά οπλισμένοι φαντάροι  °  von dem zweiten [Last-]Wagen springen ungefähr fünfzehn bewaffnete Soldaten [herunter]   [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• Στη σοφίτα [...] κοιμήθηκα καμιά εικοσαριά ώρες.  °  In der Mansarde […] verschlief ich an die zwan­zig Stunden.   [GF+DF aus: Όσες φορές]

• καμιά δεκαριά χιλιάδες  °  an die Zehntausend [sc. an die zehntausend Menschen]   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• καμιά τριανταριά χιλιάδες μέρες, ήτοι ογδόντα χρόνια  °  etwa dreißigtausend Tage, das heißt achtzig Jahre   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• Πόσος κόσμος ήταν στην συγκέντρωση; – Θα ήσαν καμιά διακοσαριά άτομα.  [ΛΔΗ]

• Θα έρθουν πολλοί το Σάββατο το βράδυ στην γιορτή; – Υπολόγιζε να έρθουν καμιά εικοσιπενταριά άτομα.  [ΛΔΗ]

• Ο μεθυσμένος βγήκε απ’ την ταβέρνα, έκανε τρικλίζοντας μια δεκαριά βήματα και κάθισε ύστερα σ’ έναν πάγκο που ανακάλυψε στην άκρη του πεζοδρόμιου.  [ΛΔΗ]


Weitere Wörter: